Ξαφνικά, λες και κάποιο πεπρωμένο μαγικό με γιάτρεψε από μια τύφλωση παλιά, με αποτελέσματα εκπληκτικά κι αιφνίδια, σηκώνω το κεφάλι πάνω από την ανώνυμή μου ύπαρξη, για να γνωρίσω το πώς ζω. Και βλέπω πως ό,τι έκανα, ό,τι σκέφτηκα κι ό,τι υπήρξα, είναι ένα είδος αυτοεξαπάτησης και τρέλας. Μένω έκθαμβος μπροστά σ’ αυτά που κατάφερα να μη δω. Στέκω άφωνος, μπροστά σ’ αυτό που ήμουν και που σήμερα βλέπω πως τελικά δεν είμαι.
Ό,τι έκανα, σκέφτηκα ή υπήρξα δεν είναι παρά μια υποταγή, είτε σ’ ένα ον τεχνητό που εξέλαβα ως εαυτό μου, διότι δρούσα ξεκινώντας από αυτό προς τα έξω, είτε στο βάρος των περιστάσεων, όπου συμπεριέλαβα ακόμη και τον αέρα που ανέπνεα. Είμαι, σ’ αυτή τη στιγμή της διαύγειας, ένα πλάσμα ξαφνικά μοναχικό, που βλέπει τον εαυτό του εξόριστο, όταν όλη του τη ζωή την πέρασε πολίτης…
…Η ξαφνική όμως γνώση του εαυτού σου, σε μια τέτοια καθαρτήρια στιγμή, είναι για σένα η άμεση αντίληψη της έννοιας της ενδόμυχης μονάδας, του μαγικού λόγου της ψυχής. Μα η αιφνίδια λάμψη καίει τα πάντα, αναλώνει τα πάντα. Μας απογυμνώνει ακόμη κι από τον εαυτό μας.
Δεν ήταν παρά μια στιγμή, και με είδα.
Φ.Πεσσόα
Δεν ήταν παρά μια στιγμή… (Φ. Πεσσόα)
806