«Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας άνθρωπος τόσο υπέροχος που ακόμη και τα ομορφότερα λόγια αδυνατούσαν να τον περιγράψουν. Νωρίς αντελήφθη πως ο κόσμος υπερχείλιζε από τύπους τοξικούς. Έτσι, αφοσιώθηκε ολόκαρδα στην εξόντωσή τους. Μη φανταστείτε βέβαια ότι τους κυνηγούσε στα βουνά με κυνηγητικό όπλο. Υπήρξε, άλλωστε, καθόλα νομοταγής και, για να είμαστε δίκαιοι, δεν είχε πειράξει ποτέ στη ζωή του ούτε κουνούπι.
Απεχθανόταν, ωστόσο, τους ελαφρόμυαλους, όσους χόρευαν με τα πόδια στον αέρα και ονειρεύονταν με τα μυαλά στα σύννεφα. Αντιπαθούσε, επίσης, σφόδρα τους εγωιστές, που σήκωναν μπαϊράκι για κάθε χατίρι τους που δεν εκπληρωνόταν και για οποιαδήποτε ναρκισσιστική τους εκδήλωση δεν αποθεωνόταν. Δε χρειάζεται, φυσικά, ν’ αναφέρω ότι απέφευγε μετά βδελυγμίας και τους γκρινιάρηδες, αφού γκρίζαραν τη διάθεσή του και μπλόκαραν τα ενεργειακά του πεδία.
Ο κατάλογος ήταν τόσο μακρύς που πολύ γρήγορα ο ήρωας μας – έτσι αδιανόητα ευφυής καθώς γεννήθηκε – διαπίστωσε πως στη ζωή ετούτη δύσκολα θα έβγαζε άκρη με τον ανόητο μέσο όρο. Αποφάσισε, λοιπόν, ν’ αυτοανακηρυχθεί πνευματικός τους ταγός, μπας και τους συνετίσει και σώσει μια στάλα από την ψυχική του ηρεμία.
Ο Φοίβος, που λέτε, συνήθιζε να σηκώνει το δάχτυλο προκειμένου να εκφράσει με στόμφο τις επικρίσεις του. Φύλαγε πολύ θυμό μέσα του μα ουδέποτε ευθυνόταν ο ίδιος για αυτόν. Βλέπετε, ο γείτονας τον κοιτούσε καχύποπτα, ο κουμπάρος του εποφθαλμιούσε την καριέρα του, ο παλιός συμφοιτητής του κόμπαζε για την ευτυχία του κι ο αδερφός του γύρευε δεκανίκι στη μιζέρια του.
Κάποτε στην πόλη κατέφθασε ένας γεροδεμένος τύπος με σγουρά καστανά μαλλιά κι ελαφρώς αλαζονικό μπλε βλέμμα. Δήλωσε κι αυτός με τη σειρά του πνευματικός ταγός. Άνοιξε, μάλιστα, κι ένα γραφείο δίπλα ακριβώς από τον φίλο μας.
Ο Φοίβος, μόλις πληροφορήθηκε τα νέα, ένιωσε τα τσιμπήματα της ζήλιας σε κάθε σημείο του κορμιού του.
«Μα, δεν μπορεί, κάτι άλλο θα είναι. Ο φθόνος συγκαταλέγεται στ’ αρνητικά συναισθήματα κι εγώ ουδέποτε άνοιξα παρτίδες με τη μιζέρια τους», σκέφτηκε.
«Ίσως με πείραξε το στομάχι μου. Ναι, σίγουρα για κάτι τέτοιο πρόκειται», καθησύχασε την αφεντιά του.
Ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο καιρός άλλαζε και πιθανότατα θα έβρεχε από ώρα σε ώρα. Είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του την ομπρέλα του, όμως. Μικρό το κακό βέβαια. Θα ζητούσε μια από τον ανταγωνιστή – ε, συγνώμη- από τον συνάδελφο του. Ευκαιρία να τον γνωρίσει κιόλας.
Λίγα λεπτά γρήγορου βαδίσματος κι ο ο Φοίβος βρέθηκε έξω από την πόρτα του άντρα. Την άνοιξε με αποφασιστικότητα. Συστήθηκε κι έπειτα ζήτησε ευγενικά μια κάποια προστασία από την επικείμενη μπόρα. Τότε ο τύπος με τα σγουρά μαύρα μαλλιά σήκωσε το δάκτυλο στον φίλο μας και τον μάλωσε αυστηρά για την αδιανόητη αμέλειά του σε ό,τι αφορούσε την πρόβλεψη καιρού.
«Μα πόσο ανεύθυνος κι έρμαιο της εκάστοτε βροντής αποδείχθηκες», τον άκουσαν πολλοί να φωνάζει.
Ο Φοίβος τότε γύρισε την πλάτη του κι έφυγε βαθύτατα πληγωμένος. Εάν κάποιους δεν καταλάβαινε, εκείνοι ήταν οι επικριτικοί, όσοι έστηναν στο δικαστικό εδώλιο τις θνητές αδυναμίες…»
Γιατί τελικά καθρεφτίζουμε στο περιβάλλον μας τα προσωπικά μας συμπλέγματα. Απαιτούμε από τους γύρω μας μονάχα την τελειότητα επειδή βαθιά μέσα μας ντρεπόμαστε φριχτά για τη δική μας ατελή φύση. Κάθε κατηγορία που εκτοξεύουμε αντιστοιχεί σε μια κρυφή μομφή προς τον εαυτό μας σε μια τσαλακωμένη πτυχή μας που δεν αποδεχτήκαμε, σε μια περιφρόνηση που εισπράξαμε στην πιο τρυφερή μας ηλικία.
Και προχωράμε. Αποκαμωμένοι από τα τραύματά μας προσποιούμαστε πως δε βλέπουμε τα σημάδια, πως δεν αισθανόμαστε τον πόνο. Αν με οργή προβάλουμε τις πληγές μας στους άλλους, τότε το πρόβλημα θα πάψει να λογαριάζεται για δικό μας κι εμείς θα νιώσουμε επιτέλους ανώτεροι και συνεπώς άξιοι.
Οποιοσδήποτε άνθρωπος συμπεριφέρεται με σκληρότητα κι απολυτότητα στην ουσία πασχίζει να ξεφύγει από τη σκιά του. Μα καταλήγει σε αδιέξοδα. Ο δρόμος, εξάλλου, είμαστε αιωνίως εμείς. Βουτώντας βαθιά μέσα μας, θ’ ανακαλύψουμε πως τα νερά του ωκεανού δε βάφονται αιωνίως μπλε.
Ορισμένες φορές μαυρίζουν κιόλας. Τα πελώρια κύματα σηκώνονται αλλά υπάρχει μια άγρια ομορφιά στην ακατέργαστη φύση μας. Αυτήν την αγριότητα αν λιγάκι τη συμπονέσουμε, αν τρυφερά την αγκαλιάσουμε, τότε ενδεχομένως και να την υπερβούμε.
Σαν ναυαγοί θ’ αντικρίσουμε την ακτή. Θ’ αντιληφθούμε πως οι άνθρωποι αντιπροσωπεύουν κάτι απείρως πιο πολύπλοκο κι ενδιαφέρον από τους καλούς και τους κακούς των παιδικών μας παραμυθιών. Οι άνθρωποι είναι πολύτιμα μαθήματα που φορούν τον μανδύα των προκλήσεων. Είναι όσες πτώσεις μας οδήγησαν στην άνοδο. Είναι το τρομαχτικό σκοτάδι που μας έλουσε με το φως του.
Οι άνθρωποι είμαστε όλοι εμείς. Διαφορετικοί και τόσο όμοιοι στον πυρήνα μας. Εμείς, με τις μεγαλειώδεις μέρες και τις στοιχειωμένες νύχτες. Με τις γλυκές μνήμες και το ασήκωτο παρελθόν. Με τις πιστές Πηνελόπες και τους καιροσκόπους μνηστήρες. Με την τοξικότητα που αναλογεί στη θνητότητά μας αλλά και με τη δύναμη να κατανοούμε, να συγχωρούμε και να εξελισσόμαστε.
Και ποτέ ξανά ο άλλος δε θα ταυτιστεί με τον εχθρό μας. Ο άλλος αποτελεί απλώς την αντανάκλαση των φόβων, των διαψεύσεων και των ενοχών μας. Απομακρυνόμαστε, λοιπόν, ευγενικά από όσους δε χωρούν στη βάρκα μας μα ούτε για μια στιγμή δεν πλανόμαστε πως το δικό τους κουπί αγρίεψε τη θάλασσά μας.
Όσο πλησιάζουμε προς το κέντρο μας, σπάμε τους καθρέφτες που θολώνουν την όρασή μας. Γυμνοί, απέναντι ακριβώς από το είδωλο μας, δεν κυνηγάμε πλέον φανταστικούς δράκους κι ανίσχυρες μάγισσες. Τώρα το βλέπουμε καθαρά. Καθένας από εμάς έχει μια μάχη να κερδίσει, μια πορεία να διανύσει και μια σοφία να κατακτήσει.