«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και ή πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.
Ό Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. […] Από την ώρα πού ό Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται.
Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, άπ’ το μυαλό της κότας. Άπ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω καί πώς να τους το πω;
Καί μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τίς σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές καί ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, πού όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει καί να μας καθοδηγεί;» (απόσπασμα από το βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι, Τα Σχόλια του Τρίτου)
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη, στις 23 Οκτωβρίου του 1925. Μετά τον χωρισμό των γονιών του εγκαθίσταται το 1932 στην Αθήνα.
Η αγάπη του για τη μουσική θα φανεί από πολύ μικρή ηλικία. Διδάσκεται πιάνο, βιολί και ακορντεόν. Στη διάρκεια της κατοχής, θα αλλάξει πολλά επαγγέλματα, χωρίς ποτέ, όμως, να παραμελεί τη μουσική, ενώ παράλληλα επιχειρεί ένα άνοιγμα στη φιλοσοφία φοιτώντας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η επαφή του με μεγάλες μορφές της εποχής, τον Γκάτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Τσαρούχη, τον Σικελιανό, έμελλε να σημαδέψει τη ζωή του και να συμβάλει στην πορεία του.
Απ’ τη βιογραφία του δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αξέχαστες μουσικές παραστάσεις στο Θέατρο Τέχνης και οι διαχρονικές μουσικές ταινιών του κλασσικού ελληνικού κινηματογράφου.
Έπειτα ο Χατζιδάκις φεύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες και επιστρέφει στην πατρίδα του μονάχα το 1972, την πιο σκοτεινή χρονιά της χούντας για να βοηθήσει όσο μπορεί να ξεπεραστεί το μουσικό τέλμα της εποχής.
Ακόμη και σήμερα επιστρέφουμε στα κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι, πιάνουμε τους εαυτούς μας χαμένους στις μελωδίες και τα τραγούδια του και αυτό ο ίδιος υπήρξε μοναδικός, ιδιοφυής, αεικίνητος και διαχρονικός.