Ένας νεαρός άντρας, χτυπημένος από τη δυστυχία, πήγε σ’ ένα μακρινό μοναστήρι και είπε στον ηλικιωμένο δάσκαλο:
«Η ζωή με έχει απογοητεύσει. Ήθελα να επιτύχω τη φώτιση για να ελευθερωθώ από τον πόνο, αλλά είμαι ανίκανος, το ξέρω. Δε θα μπορούσα ποτέ να περάσω χρόνια ατελείωτα με διαλογισμό, λιτότητα και μελέτη. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Υπάρχει ταχύ μονοπάτι για κάποιο άνθρωπο σαν κι εμένα;»
Ο δάσκαλος τον ρώτησε:
«Υπήρξε κάτι στη ζωή σου που πάνω του να συγκέντρωσες πραγματικά την προσοχή σου;»
Ο άντρας απάντησε:
«Γεννήθηκα σε πλούσια οικογένεια. Δε χρειάστηκε να δουλέψω ποτέ σκληρά. Το μόνο που με ενδιέφερε πραγματικά ήταν το σκάκι. Αφιέρωνα σ’ αυτό σχεδόν όλο το χρόνο μου.»
Ο δάσκαλος φώναξε έναν άλλο καλόγερο. Έφεραν μια σκακιέρα και ένα κοφτερό σπαθί που λαμπύριζε στον ήλιο. Ο δάσκαλος τοποθέτησε τα πιόνια του παιχνιδιού και είπε στον καλόγερο δείχνοντας το σπαθί:
«Μου υποσχέθηκες υπακοή. Ήρθε η στιγμή. Θα παίξεις μια παρτίδα σκάκι με το νεαρό άντρα. Αν χάσεις, θα σου κόψω το κεφάλι μ’ αυτό το σπαθί. Αν κερδίσεις, θα κόψω το κεφάλι του αντιπάλου σου. Δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το σκάκι. Του αξίζει να του κόψουν το κεφάλι σε περίπτωση που χάσει.»
Οι δύο άντρες κοίταξαν το δάσκαλο στα μάτια και είδαν ότι ήταν αποφασισμένος. Άρχισαν την παρτίδα. Ο νεαρός άντρας αισθάνθηκε από την αρχή τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη του, γιατί έπαιζε τη ζωή του στα αλήθεια. Η σκακιέρα γινόταν ολόκληρος ο κόσμος. Γινόταν ένα με τη σκακιέρα, ήταν η σκακιέρα.
Στην αρχή βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Μετά ο αντίπαλός του, ο καλόγερος, έκανε ένα λάθος που έφερε το νεαρό άντρα σε πλεονεκτική θέση. Εκείνος το εκμεταλλεύτηκε για να εξαπολύσει επίθεση. Η άμυνα του αντιπάλου του εξασθένησε, άρχισε να καταρρέει.
Ο νεαρός άντρας έριξε μια ματιά στον καλόγερο χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Είδε απέναντί του ένα πρόσωπο έξυπνο και τίμιο, που το είχαν σημαδέψει τα χρόνια των προσπαθειών. Σκέφτηκε τη δική του τη ζωή, που ήταν αργόσχολη και αδιάφορη. Και ξαφνικά αισθάνθηκε γεμάτος συμπόνοια.
Έκανε σκόπιμα μια λανθασμένη κίνηση, μετά και δεύτερη. Υπονόμευε έτσι την ίδια την άμυνά του. Θα έχανε.
Τότε ο δάσκαλος αναποδογύρισε απότομα τη σκακιέρα και τα πιόνια σκορπίστηκαν. Οι δύο παίκτες τον κοίταξαν έκπληκτοι.
«Δεν υπάρχει νικητής, ούτε ηττημένος», είπε ο δάσκαλος. «Κανένα κεφάλι δεν θα πέσει.»
Γύρισε προς το νεαρό άντρα και πρόσθεσε:
«Δύο πράγματα είναι αναγκαία: η συγκέντρωση και η συμπόνοια. Και σήμερα τα έμαθες και τα δύο».