Τον βλάκα μπορείς να τον καταλάβεις από δυο ενδείξεις: μιλάει για πράματα που είναι γι’ αυτόν άχρηστα και εκφράζει γνώμη για κάτι που κανένας δεν τον ρωτάει. – Πλάτων
Το πρωινό της 19/4/1995 στο Pittsburgh των ΗΠΑ, ο 44χρονος McArthur Wheeler ετοιμαζόταν να ληστέψει δύο τράπεζες. Δε σκόπευε να φορέσει μάσκα, αλλά είχε σχέδιο για να μην τον αναγνωρίσουν: Είχε καλύψει το πρόσωπό του με χυμό λεμονιού.
Ήξερε ότι ο χυμός λεμονιού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αόρατη μελάνη, η οποία γίνεται ορατή όταν θερμανθεί (ωραίο κόλπο για κυνήγι θησαυρού). Συμπέρανε, λοιπόν, ότι θα έκανε το πρόσωπό του αόρατο. Για να βεβαιωθεί ότι το κόλπο θα δουλέψει, πριν ξεκινήσει για την πρώτη τράπεζα φωτογράφησε τον εαυτό του με μια Polaroid. Η φωτογραφία βγήκε λευκή. Συμπέρανε ότι το κόλπο δουλεύει.
Ξεκίνησε λοιπόν για την πρώτη τράπεζα, ενώ προσπαθούσε να καταλάβει γιατί κανείς άλλος δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ίσως οι άλλοι ληστές δεν έβλεπαν κατασκοπευτικές ταινίες, ίσως δεν είχαν κάποιον θείο να τους δείξει το κόλπο με την αόρατη μελάνη, ίσως… Ποιος ξέρει; Αφού ολοκλήρωσε με επιτυχία τις ληστείες, επέστρεψε στο σπίτι, καθάρισε το χυμό λεμονιού κι έγινε πάλι ορατός.
Λίγες ώρες μετά τις ληστείες, η αστυνομία δημοσιοποίησε βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας, ο Wheeler αναγνωρίστηκε αμέσως και το ίδιο βράδυ οι αστυνομικοί έφτασαν στην πόρτα του. Όταν ο Wheeler τους είδε είπε “Μα, φορούσα το χυμό!” Κατά την ανάκριση ήταν δύσπιστος με τους αστυνομικούς που του είπαν ότι το πρόσωπό του ήταν ορατό στις κάμερες.
Ίσως του έλεγαν ψέματα για να του αποσπάσουν ομολογία. Κι αν έλεγαν αλήθεια… Ίσως ο ήλιος να ζέστανε το χυμό και να έγινε ορατός. Ίσως το πρόσωπό του να ήταν αρκετά ζεστό. Ίσως να ίδρωσε και ο χυμός να ξεπλύθηκε. Ή ίσως οι κάμερες να ήταν πιο εξελιγμένες από την Polaroid του.
Εξετάστηκε αιματολογικά και ψυχιατρικά: Δεν είχε πάρει ψυχοτρόπες ουσίες, δεν είχε παραισθήσεις και δεν έπασχε από κάποια ψυχιατρική διαταραχή. Απλά, έκανε λάθος. Η κατανόησή του για το πώς λειτουργούν ο χυμός λεμονιού και οι κάμερες ήταν τόσο λανθασμένη.
Δύο ψυχολόγοι, οι David Dunning και Justin Kruger (καθηγητής και μεταπτυχιακός φοιτητής αντίστοιχα στο Πανεπιστήμιο του Cornell), που έμαθαν την είδηση λίγο καιρό αργότερα, μόλις συνήλθαν από τα γέλια, αποφάσισαν να ψάξουν το θέμα σε βάθος. Είχαν υπόψη τους κι άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ανθρώπων που ήταν βέβαιοι για πράγματα για τα οποία δε γνώριζαν ουσιαστικά τίποτα. Από πού αντλούσαν αυτήν την αυτοπεποίθηση;
Έκαναν, λοιπόν, μια έρευνα σε προπτυχιακούς φοιτητές ψυχολογίας. Τους ζήτησαν να συμπληρώσουν τεστ γραμματικής, λογικής και… χιούμορ. Επιπλέον, τους ζήτησαν να εκτιμήσουν τη βαθμολογία τους, όπως και το πώς τα πήγαν σε σύγκριση με τους υπολοίπους. Το αποτέλεσμα: Οι φοιτητές με τις χαμηλότερες βαθμολογίες υπερεκτίμησαν τους εαυτούς τους, τοποθετώντας τους πάνω από το μέσο όρο. Οι μαθητές με μεσαίες βαθμολογίες επίσης υπερεκτίμησαν τους εαυτούς τους, αλλά λιγότερο. Οι μαθητές με τις υψηλότερες βαθμολογίες υποτίμησαν ελαφρώς τους εαυτούς τους!
Σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τη δημοσίευση της έρευνας των Dunning και Kruger, αρκεί μια περιήγηση στα κοινωνικά δίκτυα για να βρούμε ομάδες ανθρώπων με ελάχιστες ως μηδενικές γνώσεις γύρω από ένα θέμα να βγάζουν με ακλόνητη αυτοπεποίθηση συμπεράσματα με τα οποία γελά όποιος γνωρίζει τα βασικά. Εκεί που μας κόβεται το γέλιο, είναι όταν άνθρωποι με ελλιπή κατανόηση των πιο θεμελιωδών εννοιών και αρχών των φυσικών επιστημών ή/και των μαθηματικών, υπερασπίζονται θέσεις ψευδοεπιστημών, αδυνατώντας πλήρως να καταλάβουν γιατί αυτό που υποστηρίζουν δε βγάζει νόημα . Η σιγουριά τους είναι τεράστια, όπως και η άγνοιά τους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, απλά κάνουν λάθος … Διαβάστε επίσης:
Το τρένο της σοφίας (Μπουκάι)
Οι τρεις κανόνες της ζωής
Γιατί οι άνθρωποι αποφεύγουν την αλήθεια για τον εαυτό τους
Πηγή: lecturesbureau.gr