… Μια μέρα ένα πολύ παράξενο πράγμα συνέβηκε. Η ίδια αύρα, το ίδιο αεράκι, που σε άλλη εποχή έκανε τα φύλλα να χορεύουν ανάλαφρα, τώρα τα φυσούσε δυνατά πάνω στο κοτσάνι τους και τα τράνταζε αγριεμένα. Μερικά φύλλα δεν άντεξαν το ανεμόδαρμα, κόπηκαν από τα κλαράκια τους και βρέθηκαν να πετούν ψηλά στον αέρα. Στο τέλος έπεφταν μαλακά πάνω στη γη.
Όλα τα φύλλα φοβήθηκαν.
«Τι συμβαίνει;», ρωτούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.
«Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει το φθινόπωρο», τους εξήγησε ο Ντάνιελ.
«Είναι καιρός για τα φύλλα ν’ αλλάξουν κατοικία. Μερικοί άνθρωποι το αποκαλούν αυτό θάνατο».
«Θα πεθάνουμε όλοι;» ρώτησε ο Φρέντυ.
«Ναι!» αποκρίθηκε ο Ντάνιελ. «Όλα πεθαίνουν. Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλα ή πόσο μικρά είναι, πόσο αδύνατα ή δυνατά. Πρώτα επιλέγουμε το καθήκον μας. Ζούμε τον ήλιο και το φεγγάρι, τον άνεμο και την βροχή. Μαθαίνουμε να χορεύουμε και να γελάμε. Έπειτα πεθαίνουμε».
«Εγώ δεν θα πεθάνω!» είπε αποφασιστικά ο Φρέντυ. «Εσύ Ντάνιελ;»
«Ναι», απάντησε ο Ντάνιελ, «όταν έρθει η ώρα μου».
«Πότε θα είναι αυτό;» ρώτησε ο Φρέντυ.
«Κανένας δεν είναι σίγουρος», αποκρίθηκε ο Ντάνιελ.
Εκείνο το απόγευμα, στο χρυσό φως του δειλινού, ο Ντάνιελ κόπηκε από το κλωνάρι του. Έπεσε χωρίς καμιά προσπάθεια. Καθώς έπεφτε, φαινόταν να χαμογελάει ειρηνικά.
«Αντίο προς το παρόν Φρέντυ», είπε.
Τώρα ο Φρέντυ ήταν ολομόναχος, το μόνο φύλλο που είχε απομείνει στο κλαδί. Την άλλη μέρα το πρωί έπεσε το πρώτο χιόνι. Ήταν απαλό, άσπρο και ήρεμο. Το κρύο, όμως, ήταν τσουχτερό. Ελάχιστα φάνηκε ο ήλιος την ημέρα εκείνη, που ήταν πολύ σύντομη.
Ο Φρέντυ διαπίστωσε ότι έχανε το χρώμα του κι ότι γινόταν εύθραυστος. Το κρύο ήταν αδιάκοπο και το χιόνι βάραινε ανυπόφορα επάνω του. Τα χαράματα ο άνεμος πήρε τον Φρέντυ από το κλωνάρι του. Καθόλου δεν πόνεσε. Ένιωσε να πλέει ήρεμα, απαλά και αθόρυβα μέσα στο κενό, όλο προς τα κάτω.
Καθώς έπεφτε, είδε ολόκληρο το δέντρο για πρώτη φορά.Πόσο δυνατό και σταθερό ήταν! Ήταν σίγουρος ότι το δέντρο θα ζούσε για πολύ καιρό ακόμα. Κι ακόμα ήξερε τώρα, ότι ο ίδιος ήταν ένα μέρος από τη ζωή του δέντρου. Η γνώση αυτή τον έκανε υπερήφανο.
Ο Φρέντυ έπεσε πάνω σ’ ένα σωρό από χιόνι. Κατά κάποιον τρόπο ένιωσε να είναι μαλακά, ακόμα και ζεστά. Σ΄αυτή τη νέα του θέση ήταν πιο άνετα από κάθε άλλη φορά. Έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε. Δεν ήξερε ότι ο ξερός και άχρηστος εαυτός του, όπως τον νόμιζε τώρα, θα γινόταν ένα με το νερό και θα χρησίμευε να γίνει το δέντρο πιο δυνατό. Πιο πολύ απ’ όλα, δεν ήξερε ότι εκεί, κοιμισμένα μέσα στο δέντρο και τη γη, υπήρχαν κιόλας σχέδια για να βγουν νέα φύλλα την Άνοιξη.
Ο Φρέντυ πρόσεξε ότι τ’ άλλα φύλλα συνέχισαν να πέφτουν. «Θα ήρθε η ώρα τους», σκέφτηκε. Είδε, μάλιστα, ότι μερικά φύλλα αντιστέκονταν για λίγο στις ριπές του ανέμου πριν πέσουν. Άλλα πάλι αφήνονταν να κοπούν απ’ το κλωνάρι τους με το πρώτο φύσημα του ανέμου κι έπεφταν απαλά στη γη. Γρήγορα το δέντρο έμεινε σχεδόν γυμνό.
«Φοβάμαι να πεθάνω», είπε ο Φρέντυ στον Ντάνιελ. «Δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί κάτω»
«Όλοι φοβόμαστε αυτό που δεν ξέρουμε, Φρέντυ. Είναι φυσικό», τον διαβεβαίωσε ο Ντάνιελ. «Δεν φοβόσουν, όμως, όταν η άνοιξη έγινε καλοκαίρι. Δεν φοβόσουν όταν το καλοκαίρι έγινε φθινόπωρο. Ήταν φυσικές οι αλλαγές. Γιατί πρέπει να φοβάσαι την εποχή του θανάτου;»
«Πεθαίνει, ακόμα, και το δέντρο;», ρώτησε ο Φρέντυ.
«Κάποια μέρα. Υπάρχει, όμως, κάτι πιο δυνατό από το δέντρο. Είναι η Ζωή που διαρκεί για πάντα. Όλοι εμείς είμαστε μέρος της ζωής».
«Πού θα πάμε όταν πεθάνουμε;».
«Κανένας δεν ξέρει με βεβαιότητα. Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο!»
«Θα γυρίσουμε πίσω την άνοιξη;»
«Εμείς, ίσως όχι. Η Ζωή, όμως, ναι».
«Τότε ποιος ήταν ο λόγος για όλα αυτά;», συνέχισε να ρωτά ο Φρέντυ. «Τι χρειαζόταν να βρεθούμε εδώ, αφού ήταν να πέσουμε και να πεθάνουμε;»
Ο Ντάνιελ απάντησε με το σίγουρο ύφος του:
«Ο λόγος ήταν για τον ήλιο και το φεγγάρι. Ήταν για τις ωραίες στιγμές που περάσαμε μαζί. Ήταν για τον ίσκιο, για τους γέρους και τα παιδιά. Ήταν για τα χρώματα του φθινοπώρου. Ήταν για τις εποχές. Δεν είναι όλα αυτά αρκετά;»