Δύο είναι τα συγκλονιστικότερα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής και θέματα έρευνας του ανθρώπινου πνεύματος: η γέννηση και ο θάνατος. Και ενώ το πρώτο συνήθως σκορπίζει χαρά και ευτυχία, το δεύτερο αντιμετωπίζεται με ποικίλες στάσεις, ανάλογα με τον πολιτισμό, την ιδεολογία, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις των ανθρώπων. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή αντιμετωπίζεται ως ένα δυσάρεστο, συγκλονιστικό και λυπηρό γεγονός.
Σε τι οφείλεται αυτή η τραγικά αρνητική θεώρηση του θανάτου; Ίσως στην πίστη ότι αποτελεί το οριστικό τέρμα της ζωής. Είναι όμως στα αλήθεια αυτό;
Μια σοβαρή ένδειξη που «σείει» τα θεμέλια της παραπάνω αντίληψης είναι η ύπαρξη βιωμάτων πλήθους ανθρώπων σε σχέση με το θάνατο, γνωστά ως «μεταθανάτιες εμπειρίες». Αυτές συνέβησαν σε άτομα που έφτασαν πολύ κοντά στο θάνατο, όπως ορίζεται από τη σύγχρονη επιστήμη, ή πέρασαν το κατώφλι του και με απροσδόκητο τρόπο επέζησαν, «επέστρεψαν» και θυμούνται ό,τι βίωσαν στο μεταφυσικό ταξίδι τους.
Η ομοιότητα στις περιγραφές αποτελεί ισχυρότατο στήριγμα της πραγματικότητάς τους, ιδιαίτερα όταν αυτές γίνονται από άτομα διαφορετικού φύλου, ηλικίας, μόρφωσης, επαγγέλματος, θρησκευτικών πιστεύω, νοοτροπίας, αιτίας «θανάτου», οργανικής κατάστασης κτλ. Επιστήμονες που μελέτησαν τις περιγραφές αυτές διαπίστωσαν ότι στο σύνολό τους έχουν κοινά γνωρίσματα.
Κάθε άτομο που αναφέρει ότι βίωσε μία ή περισσότερες μεταθανάτιες εμπειρίες επαναλαμβάνει σχεδόν το ίδιο μοτίβο ιστορίας:
Αφού επέρχεται η αιτία θανάτου, είτε είναι σοβαρός τραυματισμός, μοιραία ασθένεια, εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο κτλ, το άτομο ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως έχει βγει από το σώμα του και παρακολουθεί από ψηλά τη σκηνή του θανάτου του, το φυσικό του σώμα και τις προσπάθειες των ανθρώπων να το σώσουν (ιατρικό προσωπικό ή άλλους):
«Έβλεπα το σώμα μου πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι και τους γιατρούς να κόβουν, να ράβουν, κι ένιωθα πολύ άσχημα να βλέπω το ίδιο μου το κορμί σ’ αυτή την κατάσταση»
Ακούει και βλέπει με αυξημένη οξύτητα, διαθέτει ένα ακέραιο σώμα από λεπτή «ύλη», μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις των «ζωντανών», δεν μπορεί όμως το ίδιο να γίνει αντιληπτό απ’ αυτούς:
«Τους έβλεπα να αγωνίζονται να με ξαναζωντανέψουν. Ήταν κάτι παράξενο, στ’ αλήθεια. Δεν ήμουν πολύ ψηλά, αλλά ένιωθα σαν να βρίσκομαι πάνω σ’ ένα βάθρο, μα όχι πολύ ψηλότερα από τους άλλους. Προσπαθούσα να τους μιλήσω, μα κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν μου έδινε προσοχή».
«Φαίνεται πως η αίσθηση της όρασης στο εξαϋλωμένο σώμα μου ήταν απεριόριστα ισχυρή, αφού ήμουν σε θέση να βλέπω παντού, τα πάντα»
«Έβλεπα γύρω μου ανθρώπους και καταλάβαινα πολύ καλά όλα όσα έλεγαν, χωρίς ωστόσο να ακούω τα λόγια τους με την κοινή έννοια που δίνουμε στο ρήμα. Μάλλον, μάντευα, ένιωθα τις σκέψεις τους, μα και πάλι όλα τούτα γίνονταν στο μυαλό μου, δίχως να φτάνουν σε μένα οι ομιλίες τους, αφού πριν ακόμα μιλήσουν, ήξερα τι επρόκειτο να πουν!»
Ακούει θορύβους σαν κουδούνισμα, άνεμο που φυσά, τρίξιμο, μελωδική μουσική κ.α.:
«Μου φαινόταν πως άκουγα μακρινούς ήχους κουδουνιών, που τα κουνούσε ο άνεμος, σαν εκείνα τα κουδουνάκια που έχουν οι Γιαπωνέζοι για τον άνεμο…»
Νιώθει σαν να διασχίζει ένα στενό και σκοτεινό τούνελ που τον «τραβάει»:
«…Η αναπνοή μου σταμάτησε ξαφνικά. Το πρώτο πράγμα που ένιωσα τότε – κι όλα έγιναν με κινηματογραφική ταχύτητα – ήταν να πέφτω σε ένα σκοτεινό, κατάμαυρο κενό. Θαρρώ πως ήταν κάτι σαν τούνελ, σαν εκείνα τα τούνελ του τρόμου στα λούνα παρκ»
Στο τέλος του περάσματος συναντά ένα απέραντα όμορφο, άπλετο και λαμπερό φως, το οποίο είναι απερίγραπτα ευχάριστο και μοιάζει να προέρχεται από ένα ξεχωριστό φωτεινό ον που εκλύει έντονα «κύματα» στοργής και αγάπης. Υπάρχει μια σιωπηλή νοητική επικοινωνία μεταξύ του ατόμου και του όντος, μάλλον με σκεπτομορφές:
«Στην αρχή ένιωθα δύσκολα, το ομολογώ, μα γαλήνεψα μεμιάς, μόλις είδα εκείνο το λαμπρό φως που, ενώ όταν πρωτοφάνηκε ήταν αμυδρό, λίγο λίγο δυνάμωνε, για να γίνει τελικά μια εκθαμβωτική δέσμη από ακτίνες. Ήταν ένα ισχυρότατο φως, που σκόρπιζε άφατη ζεστασιά και μ’ έκανε να νιώθω υπέροχα!»
Στη διάρκεια αυτής της επαφής παρουσιάζεται με νοητικές εικόνες μια ταχύτατη αναδρομή της ζωής του ατόμου με περιστατικά σημαντικά ή όχι, που είχαν να του δείξουν κάτι:
«Αμέσως μόλις φάνηκε μπροστά μου η φωτεινή ύπαρξη, μου είπε τούτα τα λόγια: “Τι έχεις να μου δείξεις από τη ζωή σου;” Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Την ίδια στιγμή άρχισε να προβάλλεται μπροστά μου το «φλας μπακ» της ζωής μου σαν κινηματογραφική ταινία! “Τι’ ναι τούτο πάλι;” είπα μέσα μου, καθώς είδα ξαφνικά τον εαυτό μου παιδί! Κι είδα τη ζωή μου χρόνο με το χρόνο να περνά μπροστά στα μάτια μου, ίσαμε τώρα»
Το φωτεινό ον διδάσκει στο άτομο τη σημασία της αγάπης και της γνώσης με τρόπο που επιβεβαιώνει αυτά:
«Σ’ όλη την διάρκεια της προβολής δεν έπαψε να μου τονίζει την σημασία της αγάπης. Μου τόνιζε πως έπρεπε πάντα να φροντίζω να κάνω στους άλλους το καλό, χωρίς ωστόσο κανένα τόνο επιτίμησης ή μομφής σε όσα μου έλεγε. Επίσης, απέδιδε μεγάλη σημασία σε ό,τι αφορούσε τη γνώση. Μου είπε πως έπρεπε να επιδιώκω πάντα να μαθαίνω και πως η γνώση συνεχίζεται και πέρα απ’ το θάνατο – έτσι τουλάχιστον κατάλαβα. Γενικά θαρρώ πως με το «φλας μπακ» της ζωής μου προσπάθησε να με διδάξει ένα σωρό πράγματα»
Εμφανίζεται ένα είδος ορίου ως πόρτα ή φράχτης ή γραμμή, πέρα από το οποίο το άτομο εμποδίζεται να προχωρήσει:
«Κοιτώντας ίσια μπροστά μου είδα ένα φράχτη. Κινήθηκα προς τα’ κει και κοντοζυγώνοντας, είδα από το άλλο μέρος έναν άντρα να προχωρά κι αυτός προς το φράχτη, λες για να με ανταμώσει. Ήθελα πολύ να τον πλησιάσω, μα κάτι με τραβούσε πίσω, δίχως να μπορώ να αντιδράσω».
Εμφανίζονται πρόσωπα γνωστά και αγαπημένα που είχαν πεθάνει στο παρελθόν:
«Μεμιάς αισθάνθηκα να αιωρούμαι ψηλά στο ταβάνι και τότε είδα ένα σωρό πρόσωπα να αιωρούνται σαν εμένα, γύρω μου. Διαπίστωσα πως ήταν όλοι γνωστοί μου, που είχαν πεθάνει πριν από μένα. Αναγνώρισα τη γιαγιά μου, μια συμμαθήτριά μου από το σχολείο και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους. Τους έβλεπα καθαρά κι ένιωθα την παρουσία τους. Φαίνονταν όλοι ευχαριστημένοι και σκέφτηκα πως είχαν έρθει να με προστατεύσουν και να με οδηγήσουν.»
Παρά τα έντονα συναισθήματα αγαλλίασης και ηρεμίας που πλημμυρίζουν το άτομο και την άρνησή του να «ξαναγυρίσει» πίσω, «αποστέλλεται» στο φυσικό του σώμα και τη γήινη ζωή με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο που την είχε αφήσει. Απλά δεν είναι «η ώρα του»:
«Ήξερα πως το τέλος μου πλησίαζε, ότι δίχως άλλο θα πέθαινα. Σκεφτόμουν όμως τα παιδιά μου, που δεν θα είχαν κανένα άλλο να τα φροντίζει, κι ένιωθα πως δεν ήμουν ακόμα έτοιμη. Τελικά, ο Κύριος με άφησε να ζήσω»
*
Το άτομο με τη μεταθανάτια εμπειρία δεν εξιστορεί το βίωμά του εύκολα, γιατί φοβάται την απόρριψη του κοινωνικού και οικογενειακού περίγυρου. Κι αυτό είναι λογικό στο σημερινό κόσμο:
«Καταλαβαίνει κανείς ότι οι άλλοι δεν είναι διατεθειμένοι να ακούσουν τέτοια πράγματα, χωρίς να αντιδράσουν. Γι’ αυτό, καλύτερα να «κάθεσαι στ’ αυγά σου!»
Είναι όμως απόλυτα σίγουρο γι’ αυτό που βίωσε, κατανοεί πλήρως το νόημά του, αποδέχεται και καλοδέχεται τις συνέπειες, οι οποίες είναι απόλυτα θετικές κι ευεργετικές. Εκτός από την εξάλειψη του φόβου του θανάτου, που τώρα είναι κάτι γνωστό και ευχάριστο, το άτομο μετά το ταξίδι του στην «άλλη πλευρά» μεταλλάσσεται κυριολεκτικά:
«Έτσι λοιπόν, ξέρω πως σαν πεθάνω, θ’ ανταμώσω ξανά τη φωτεινή ύπαρξη και θα ξαναζήσω την ίδια εμπειρία, μόνο που αυτή την φορά δε θα τα’ χω χαμένα, γιατί ξέρω τι πρόκειται να αντιμετωπίσω. Ωστόσο, για την ώρα, έχω αρκετά πράγματα να κάνω σε τούτη την ζωή, γι’ αυτό και δεν βιάζομαι να πάω εκεί πέρα».
«Ύστερα από την εμπειρία μου κατάλαβα πως η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα. Ως τότε, δυστυχώς, πίστευα το αντίθετο, γι’ αυτό και κύριο μέλημά μου ήταν το σώμα μου. Για την ψυχή μου ούτε που φρόντιζα καθόλου. Τώρα πια όλο μου το ενδιαφέρον στρέφεται στη βελτίωση της ψυχής μου και θεωρώ το κορμί μου απλώς σαν προσωρινή κατοικία της ψυχής και τίποτε άλλο».
Συνειδητοποιεί το πραγματικό νόημα της ανθρώπινης ζωής: την Αγάπη και τη Γνώση. Γίνεται λιγότερο εγωκεντρικό και εγωιστικό, αναπτύσσει κατανόηση και στοργή για τους άλλους, αποκτά φιλοσοφική και ευρεία αντίληψη, καλλιεργεί αρετές και ξεπερνά ελαττώματα. Το σημαντικότερο απ’ όλα, συνειδητοποιεί το μεταφυσικό νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, της ζωής και του θανάτου. Έτσι, η ζωή του γεμίζει σκοπιμότητα, επιβεβαίωση και ευτυχία.
«Η ζωή είναι ένα είδος φυλακής. Ωστόσο, δεν μπορούμε να νιώσουμε πως το σώμα μας το ίδιο είναι η φυλακή του καθένα μας και πως ο θάνατος είναι λύτρωση και απελευθέρωση – ένα είδος δραπέτευσης από τν φυλακή.
Θαρρώ πως καλύτερη παρομοίωση απ’ αυτή δεν μπορεί να γίνει».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Raymond Moody, «Η ζωή μετά τον θάνατο» Εκδόσεις «Μπουκουμάνης»
- Raymond Moody, «Το φως μετά το σωματικό θάνατο» Εκδόσεις «Διόπτρα”
- Περιοδικό «ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ», τεύχος 77, άρθρο “Εξωσωματικές εμπειρίες: Απόδραση απο το θάνατο”