Ένας Βασιλιάς βγήκε να δει τον κήπο του και βρήκε πως πεθαίνουν και μαραίνονται τα δένδρα, τα δενδρύλλια και τα λουλούδια. Η βελανιδιά είπε πως πεθαίνει γιατί δε μπορεί να γίνει τόσο ψηλή όσο το πεύκο.
Απευθυνόμενος στο πεύκο ο Βασιλιάς άκουσε πως ξεραίνεται, γιατί δε μπορεί να κάνει τσαμπιά όπως το αμπελόκλημα.
Το αμπελόκλημα πέθαινε, γιατί δε μπορούσε να ανθίσει όπως το τριαντάφυλλο.
Βρήκε μόνο τις ντάλιες να είναι φρέσκες και να εκπέμπουν άρωμα και ομορφιά. Στο ερώτημά του ο Βασιλιάς πήρε την επόμενη απάντηση:
– Θεωρώ αυτονόητο, ότι με φύτεψες επειδή ήθελες ο κήπος σου να έχει ντάλιες. Εάν ήθελες σ’ αυτό το μέρος να έχεις βελανιδιά ή αμπελόκλημα ή τριαντάφυλλο, τότε θα φύτευες εκείνους κι όχι εμένα. Γι’ αυτό σκέφτηκα, πως αφού δε μπορώ να είμαι κάποιος άλλος δε ζήλεψα κανέναν. Και αποφάσισα να είμαι αυτό που είμαι.
Φίλε μου, είσαι σ’ αυτόν τον κόσμο, επειδή ακριβώς εσένα με τις αρετές σου και τα ελαττώματα σου ήθελε το Σύμπαν. Μη ζηλεύεις κανένα.