Ο Νασρεντίν βρέθηκε κάποτε σε μια γειτονική πόλη στην οποία κανείς δεν τον γνώριζε.
Αφού τέλειωσε τις δουλειές του, πριν πάρει τη στράτα του γυρισμού σκέφτηκε να πάει να κάνει ένα λουτρό στο χαμάμ της πόλης το οποίο ήταν ονομαστό.
Καθ’ ό,τι φτωχικά ντυμένος, οι υπάλληλοι δεν τον περιποιήθηκαν. Δεν τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια άπλυτη πετσέτα και ένα απλό σαπουνάκι και κανείς δε φρόντισε να τον τρίψει.
Όταν ο Νασρεντίν τελείωσε έδωσε στους υπαλλήλους από ένα χρυσό νόμισμα. Οι υπάλληλοι τα ‘χασαν και μετάνιωσαν για την επιπολαιότητά τους να παρασυρθούν από την εξωτερική εμφάνιση και να μην περιποιηθούν τον πελάτη τους όπως του έπρεπε.
Μετά από μια εβδομάδα ο Νασρεντίν ξαναβρέθηκε στην ίδια πόλη και αφού
ξεμπέρδεψε τις δουλειές του ξαναπήγε στο χαμάμ, πάντα το ίδιο φτωχικά ντυμένος.
Οι υπάλληλοι τον περιποιήθηκαν αρχοντικά. Τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια πεντακάθαρη μεταξωτή πετσέτα, του πήγαν χίλιων λογιών αρωματισμένα σαπούνια, τον άλειψαν με χίλια μυρωδικά και τον έτριψαν καλά. Και όταν ο Νασρεντίν ήταν έτοιμος να φύγει έτειναν χαμογελαστοί τις παλάμες τους λαχταρώντας ένα ακόμη χρυσό νόμισμα. Ο Νασρεντίν όμως τους έδωσε από ένα χάλκινο πιάστρο.
Βλέποντας την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια τους, ο Νασρεντίν τους λέει:
“Για τη σημερινή περιποίηση σας πλήρωσα την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα σας πληρώνω για την προηγούμενη περιποίηση.“