Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος τής Γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες τού ανθρώπου.
Η Τρέλα, αφού συστήθηκε τρεις φορές στην Ανία, τής πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε:
«Τι είναι το κρυφτό;»
Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί.
Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει, γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.
«Ένα, δύο, τρία», άρχισε να μετράει η Τρέλα.
Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν, κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στη σκιά τού Θριάμβου, ο οποίος με τη δύναμή του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί, γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της, οπότε το άφηνε ελεύθερο. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός, αντιθέτως, βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο γι’ αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.
Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο. Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε μια φουντωτή αγριοτριανταφυλλιά και κρύφτηκε εκεί.
«… 1000», μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει. Η πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά, αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με το Θεό για Θεολογία. Ένιωσε το ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και, αφού βρήκε τη Ζήλια, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και το Θρίαμβο. Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.
Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.
Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δέντρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει, βρήκε μια αγριοτριανταφυλλιά και άρχισε να την κουνάει νευρικά, ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου. Ήταν ο Έρωτας, που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα τού είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα δεν ήξερε πώς να επανορθώσει, έκλαιγε, ζητούσε συγγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός τού Έρωτα.
Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει…