Ζούσε κάποτε μια κοπέλα που την έλεγαν Ψυχή. Ήταν η μικρότερη και η πιο όμορφη από τρεις αδελφές, αλλά και η πιο άτυχη, γιατί το Μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο όρισε να οδηγηθεί νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε τον γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της -ένα πελώριο φτερωτό φίδι, που προξενούσε τον φόβο και τον τρόμο ακόμα και στον ίδιο τον Αία. Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορυφή του βουνού, όπου την άφησαν και έφυγαν.
Όταν έμεινε μόνη η Ψυχή συνέβη κάτι παράξενο. Αντί να εμφανιστεί το θεριό που φοβόταν, εμφανίστηκε ο Ζέφυρος. Την ανασήκωσε απαλά και ταξιδεύοντας πάνω από θάλασσες και στεριές, την έφερε και την ακούμπησε απαλά μέσα σε έναν μαγεμένο κήπο. Σε αυτόν τον κήπο η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε ένα ολόχρυσο παλάτι. Άστραφταν οι πύλες και οι τοίχοι του. Παρόλο τον φόβο που ένιωθε μπήκε μέσα κι άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: “όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, κι όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξε μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή”.
Οι ώρες κυλούσαν κι άρχισε να νυχτώνει. Τότε οι αφανείς υπηρέτες την οδήγησαν στην κάμαρά της και της είπαν να περιμένει τον άντρα της. Κύλησαν κι άλλες ώρες και αργά τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του με μεγάλη προσοχή, στοργή και τρυφερότητα. Προτού όμως να χαράξει, χάθηκε από κοντά της. Έτσι περνούσε πλέον ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης σύντροφος της και τη γέμιζε χάδια και φιλιά, κάνοντας την ευτυχισμένη. Αλλά η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη κι ολομόναχη, τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και τη νύχτα να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπο του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια κατάφερε η Ψυχή να πείσει τον άντρα της να επιτρέψει να την επισκεφθούν για λίγο οι αδελφές της. Εκείνος της έδωσε τελικά την άδεια, αλλά με έναν όρο: “Μπορείς”, της είπε, “να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Αλλά μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη”. Η Ψυχή τού υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε, και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει.
Ύστερα από λίγες μέρες οι αδελφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή που τη νόμιζαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους ανταποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο ταξιδεμένες κι αυτές από τον Ζέφυρο βρίσκονται στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη που βλέπουν τη Ψυχή ζωντανή. Βλέπουν όμως και το ολόχρυσο παλάτι, τον μαγεμένο κήπο του. Προσέχουν ότι αόρατοι υπηρέτες περιποιούνται με κάθε τρόπο την Ψυχή και σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδελφής τους. Ο φθόνος τους μεγαλώνει καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματα τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αναρίθμητους θησαυρούς του.
Οι δυο αδελφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πως θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Τη ρωτούν συνέχεια για τον άντρα της και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να παραδεχθεί πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Τότε ο φθόνος τους βρίσκει γόνιμο έδαφος και αρχίζουν να της δημιουργούν αμφιβολίες, καταφέρνοντας να την πείσουν πως ο μυστηριώδης άνδρας της δεν είναι παρά το φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. “Αν σε φροντίζει”, της λένε, “είναι γιατί θέλει να σε φάει μόλις γεννήσεις το παιδί που μεγαλώνει στα σπλάχνα σου. Γι’ αυτό αδελφή μας μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γλυτώσεις από τον θάνατο: να σκοτώσεις εσύ το τέρας, πριν σε σκοτώσει αυτό. Μια νύχτα που θα κοιμάται πλάι σου, άναψε το λυχνάρι και κόψε το κεφάλι του”.
Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της, τον άφησε να αποκοιμηθεί βαθιά κι ύστερα σηκώθηκε σιγά σιγά και ακροπατώντας άναψε το λυχνάρι. Μέσα στο τρεμουλιαστό φως του, της αποκαλύφθηκε ένα απερίγραπτο θέαμα που την έκανε να τα χάσει. Ο άγνωστος άντρας που είχε παντρευτεί, ήταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ’ ότι τον φανταζόταν.
Η Ψυχή δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια της από τον πανώριο άντρα της και παίρνοντας το λυχνάρι, σκύβει για να δει το πρόσωπο του καλύτερα. Το λυχνάρι γέρνει και μια σταγόνα από το καυτό λάδι του, πέφτει στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος και διαπιστώνει ότι η γυναίκα του είχε παραβιάσει την εντολή του και είχε δείξει έλλειψη εμπιστοσύνης.
Θυμωμένος ο Έρωτας, ανοίγει τα φτερά του να φύγει πετώντας μακριά της. Μόλις που προλαβαίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω από τα σύννεφα. Αλλά δεν μπορεί να κρατηθεί έτσι για πολύ. Ύστερα από λίγο εξαντλημένη από την κούραση, αφήνεται και πέφτει στη γη, αλλά, πράγμα παράξενο, δεν σκοτώνεται.
Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι πια ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδελφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της τάχα για να παντρευτεί εκείνη. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδελφή να παρατήσει τον άντρα της και να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.
Ύστερα από την τιμωρία τους η Ψυχή ξενικά να βρει ξανά τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες.Όταν εξαντλεί κάθε ελπίδα πια, όταν έχει ψάξει παντού, δεν της μένει παρά μόνο ένα μέρος να πάει: το παλάτι της Αφροδίτης. Εκεί ελπίζει πως θα βρει τον γιο τής θεάς, τον Έρωτα. Έτσι πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή, να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με το ζόρι μπροστά της. Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δυο έμπιστες δούλες της θεάς τη μαστιγώνουν αλύπητα. Τη μια τη λένε Θλίψη και την άλλη Έγνοια. Της βγάζουν τρίχα τρίχα τα μαλλιά, ενώ η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της σκίζει τα ρούχα.
Στην αρχή την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος -στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι- πρέπει να βάλει το καθένα χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού κι ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν νύχτα και μέρα δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές της δεν έλειψαν οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες από το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων κι ύστερα ο αετός του Δία, που γέμισε το κανάτι με το νερό της Στύγας.
Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον κάτω κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μιας και η δική της είχε τάχα τελειώσει. Αυτήν τη φορά η Ψυχή έχει έρθει πια στα όρια της αντοχής της καθώς είναι αντιμέτωπη με την έσχατη δοκιμασία: πρέπει να κατεβεί ζωντανή στον Άδη! Η ατυχία της όμως δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει και η ίδια το θαυματουργό φάρμακο. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός ο Ύπνος και έχασε τις αισθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας τρέχει κοντά στην Ψυχή, τη συνεφέρει και την οδηγεί στον Όλυμπο όπου γίνεται μεγάλη γιορτή, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα τον και την ίδια ώρα της χαρίζεται η ΑΘΑΝΑΣΙΑ. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης με τον Έρωτα. Ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι, που το βάφτισαν οι θεοί και του έδωσαν το όνομα Ηδονή.