Ένας γέρος έμπορος που ήταν φιλάργυρος συνάντησε στο ταξίδι του έναν σούφι. Ο δρόμος ήταν μακρινός και ο τσιγκούνης άρχισε να διηγείται στον σούφι για τη ζωή του. Του έλεγε πόσο δύσκολο είναι να κάνεις λεφτά, πως μάζεψε αρκετά πλούτη με οικονομία και ολιγάρκεια και πόσο μισεί τους συγγενείς του που τον φθονούν για τα πλούτη του.
– Και το πιο προσβλητικό, έλεγε ο αγανακτισμένος έμπορος, αυτοί οι άθλιοι ζητιάνοι με αποκαλούν τσιγκούνη γιατί ξέρω να κάνω οικονομία.
– Δεν έχουν καθόλου δίκιο, είπε με σοβαρό ύφος ο σούφι. Πιο ανοιχτοχέρη άνθρωπο από σένα δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου!
– Αλήθεια! είπε με απορία και δυσπιστία ο τσιγκούνης.
– Αλήθεια. Εσύ μόνο νομίζεις πως είσαι φειδωλός. Στην πραγματικότητα η γενναιοδωρία σου δεν έχει όρια. Αφού πλησιάζει η ημέρα που θα μοιράσεις όλα τα πλούτη σου στους κληρονόμους, σ’ αυτούς που αγαπάς, αλλά και σ’ αυτούς που μισείς.