Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη του Ειρηνικού Ωκεανού, υπήρχε ένας ύφαλος. Ένας ύφαλος πολύ περήφανος και παράξενος από όλους τους άλλους.
Ήταν φτιαγμένος με χιλιάδες πολύχρωμα κοράλλια και είχε και το χάρισμα να μιλά. Γι’ αυτό κάθε βράδυ όλα τα τροπικά ψάρια μαζεύονταν γύρω του κι εκείνος έλεγε χιλιάδες ιστορίες για γοργόνες, καράβια, ναυάγια και θησαυρούς κρυμμένους στα βάθη του ωκεανού. Είχε δει πάρα πολλά διότι ήταν γέρος και χιλίων χρονών.
Ένα βράδυ λοιπόν μαζεύτηκαν πάλι γύρω του να ακούσουν τι θα τους έλεγε. Πήρε λοιπόν το περήφανο ύφος του, μα πριν προλάβει να πει λέξη, μια αδύνατη φωνούλα διέκοψε τη φόρα του ύφαλου. Εκείνος θύμωσε, κοκκίνισε από το κακό του κι όλα τα ψάρια σαστισμένα γύρισαν το κεφαλάκι τους να δουν ποιος ήταν αυτός που τολμούσε να προσβάλει τον γέρο ύφαλο
– Μα ποιος μίλησε; Ρώτησε ο ξιφίας.
– Εγώ! Ξανακούστηκε η φωνούλα λίγο πιο δυνατά.
Έσκυψαν και τι να δουν; Μια μικρή αχιβάδα που ανοιγόκλεινε το κέλυφος στο κύμα του νερού. Ο ύφαλος ξερόβηξε, τα ψάρια κοίταξαν την αχιβάδα και της είπαν:
– Αντε λοιπόν. Ξεκίνα. Να δούμε ποιος λέει τις ομορφότερες ιστορίες.
Εκείνη, ανοιγόκλεισε μια δυο φορές, πήρε φόρα και πήδηξε πάνω σ’ ένα μεγάλο κοράλλι για να την βλέπουν και να την ακούνε όλοι.
«Μια φορά…», άρχισε να λέει, «…ήταν ένας ναύτης που αγαπούσε ένα κορίτσι. Αποφάσισε λοιπόν να πάει στον πατέρα της και να τη ζητήσει σε γάμο. Δυστυχώς, όμως, το παλικάρι ήταν φτωχό κι ο πατέρας του κοριτσιού αρνήθηκε την πρόταση. Ήθελε βλέπετε να τη δώσει την κόρη του σε πλούσιο καπετάνιο! Απελπισμένος ο νέος έφυγε, μα υποσχέθηκε στον εαυτό του και στο κορίτσι του, πως μόλις μάζευε αρκετά χρήματα, θα γύριζε να την παντρευτεί. Εκείνη του υποσχέθηκε με όρκο αγάπης ότι θα τον περιμένει να γυρίσει.
Κάθισε σε έναν μεγάλο βράχο, φόρεσε το μεταξωτό της άσπρο φόρεμα κι έμεινε εκεί βλέποντας το πλοίο που σαλπάριζε, ώσπου χάθηκε στον γεμάτο από ομίχλη ορίζοντα…»
Η αχιβάδα σώπασε.
– ‘Αντε λοιπόν, συνέχισε, τη φώναξε ο ύφαλος.
– Αυτή ήταν η ιστορία μου, αποκρίθηκε δειλά η αχιβάδα.
– Είσαι με τα καλά σου; Μας χασομέρησες όλους και μας διέκοψες για να μας πεις μια ιστορία χωρίς τέλος; Και μάλιστα για έναν άγνωστο και ασήμαντο ναύτη;
– Κάνεις λάθος, απάντησε η αχιβάδα τρέμοντας από το φόβο της. Το καράβι του το βύθισες εσύ χθες βράδυ, χτυπώντας το ύπουλα στ’ αμπάρια, για να έχεις σήμερα να λες και άλλη σπουδαία ιστορία. Όσο για τον ασήμαντο ναύτη, αυτός είναι ήρωας διότι πνίγηκε για να σώσει τα γυναικόπαιδα. Και το πιο σπουδαίο. Η κοπέλα τον περιμένει καθισμένη στον ίδιο βράχο, μια φιγούρα στα κατάλευκα ντυμένη.
Μια σιωπή έπεσε στη θαλασσινή παρέα. Ο ύφαλος βουβάθηκε από ντροπή και τύψεις. Απόμεινε μόνος κι έρημος. Ασάλευτος στη μέση του ωκεανού. Λένε ότι κάπου κάπου του κάνει συντροφιά ένας κατάλευκος γλάρος με ανθρώπινη φωνή. Λένε ακόμα πως είναι το κορίτσι του ναύτη. Και πως πηγαίνει εκεί για να του διδάξει πόσο δύσκολο είναι να ξέρεις το ποιος είναι σπουδαίος και ποιος όχι.