Είναι γνωστό ότι οι Επικούρειοι ήταν μια φωνή λογικής μέσα σ΄ έναν κόσμο μαγείας και παραλόγου. Υπήρξαν μεγάλοι πολέμιοι της απάτης και των κάθε λογής αγυρτών.
Θα σας διηγηθώ συνοπτικά μια ιστορία που περιγράφει τόσο γλαφυρά ο Λουκιανός στο έργο του Αλέξανδρος ή Ψευδομάντης αναφερόμενος στον περιβόητο αγύρτη Αλέξανδρο τον Αβωνοτειχίτη έναν σούπερ σταρ απατεώνα της εποχής.
Μια φορά ο πονηρός σκαρφίστηκε το εξής. Παίρνει ένα αυγό χήνας το σπάει προσεκτικά, βάζει μέσα ένα φιδάκι και το ξανακλείνει με λευκό κερί κι άσπρη σκόνη. Αφού νύχτωσε, πηγαίνει και το τοποθετεί κρυφά στα θεμέλια ενός υπό ανέγερση ναού, στου οποίου τον προαύλιο χώρο υπήρχαν λάσπες και λιμνάζοντα νερά. Την επόμενη το πρωί βγαίνει αλαλάζων και ξεβράκωτος (μόνο μ ένα χρυσό ζωνάρι στα αχαμνά του) φωνάζοντας στον κόσμο. Παραληρούσε τάχα, μέσα σε ιερή μανία, μιλώντας σε μια ακατάληπτη γλώσσα, κάνοντας τους πιστούς ν αλαφιάζουν.
«Ελάτε να δείτε τον θεό με τα μάτια σας», ανέκραξε κι έτρεξε προς τον ναό. Εκεί βουτά έναν κουβά στο γνωστό σημείο και μαζί με τις λάσπες βγάζει και το αβγό. «Άμπρα κατάμπρα» κι άλλα άσματα τραγουδά προς τον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα για να καλωσορίσει τον θεό, σπάει το αβγό και βγάζει από μέσα το φιδάκι.
«Θαύμα θαύμα», παραληρεί το πλήθος, φωνάζουν, χαιρετούν τον θεό, προσεύχονται και μακαρίζουν την πόλη. Μέσα στον κακό χαμό ο απατεώνας γυρνάει σπίτι του, με το τρελαμένο πλήθος να τον ακολουθεί, κρατώντας δήθεν τον νεογέννητο Ασκληπιό τον «δυο φορές γεννημένο, ενώ οι άνθρωποι γεννιούνται μια» και μάλιστα τη δεύτερη από μια χήνα!
Για μερικές μέρες κλείνεται σπίτι του, ενώ έχει δώσει παραγγελιά να διαδώσουν το «θαύμα» και να έρθουν κι άλλοι να το δουν. Έτσι κι έγινε και σύντομα η πόλη γέμισε ανεγκέφαλους.
Οπότε μια μέρα «ξεκίνησαν οι παραστάσεις». Ξαφνικά ανοίγουν οι πόρτες κι ο κόσμος τρέχει για να δει. Έμπαιναν από τη μια κι έβγαιναν από την άλλη είσοδο, χωρίς να προλαβαίνουν καλά-καλά να κοντοσταθούν για να το εξετάσουν προσεκτικά, γιατί τους έσπρωχναν προς την έξοδο, οι από πίσω, που έμπαιναν αδιάκοπα. Αυτός βρισκόταν μέσα σ ένα σκοτεινό δωμάτιο, καθισμένος και ντυμένος σαν θεός κρατώντας ένα μεγάλο φίδι αυτήν τη φορά, για να δείξει πόσο είχε μεγαλώσει ο Ασκληπιός (βέβαια ο πονηρός είχε ήδη από πριν ένα άλλο εκπαιδευμένο φίδι μέσα στο σπίτι). Αυτό κουλουριάζονταν γύρω του κι έφτανε λέει μέχρι το πάτωμα. Το κεφάλι του το έκρυβε κάτω από τη μασχάλη, κι αντί για το αληθινό έδειχνε ένα άλλο πάνινο με ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Οπότε φανταστείτε ένα πλήθος ανθρώπων θρησκόληπτων να εκστασιάζονται και να νομίζουν ότι στάθηκαν μάρτυρες ενός θαύματος. Την επίδειξη ο άτιμος δεν την έκανε μια αλλά πολλές φορές, ιδίως αν πήγαιναν τίποτε πλούσιοι…
«Οπότε φίλε Κέλσε», συνεχίζει τη διήγησή του ο Λουκιανός, «για να λέμε την αλήθεια, πρέπει να συγχωρέσουμε όλους αυτούς τους κουτούς κι αμόρφωτους ανθρώπους, που ξεγελάστηκαν αγγίζοντας κι οι ίδιοι το φίδι -γιατί κι αυτή τη χάρη έκανε ο Αλέξανδρος σε όσους το ήθελαν-, και βλέποντας μες στο μισοσκόταδο ν’ ανοιγοκλείνει τάχα το στόμα του».
Και καταλήγει: Εδώ που τα λέμε, για μια τέτοια κομπίνα, ξέρεις τι του χρειαζόταν;
να ’ναι εκεί μπροστά ρε παιδί μου ένας Δημόκριτος ή ο ίδιος ο Επίκουρος, ή έστω ο μαθητής του ο Μητρόδωρος ή κάποιος άλλος που να έχει ακλόνητες ιδέες πάνω σε τέτοια ζητήματα, ώστε να μην πιστέψει, παρά να μαντέψει τι πραγματικά γινόταν, κι αν δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται το κόλπο, τουλάχιστον να είναι βέβαιος εκ των προτέρων ότι απλώς του ξεφεύγει ο τρόπος της μαγγανείας και πως όλα τούτα είναι ψεύτικα και αδύνατο να γίνουν.
Ο Αλέξανδρος τελικά κεφαλαιοποίησε την φήμη του στήνοντας μία κερδοφόρα επιχείρηση παροχής χρησμών –(μαντείο- επ’ αμοιβή). Βέβαια δεν άργησε να τον φέρει σε διαμάχη με τους πιο επίφοβους δυσφημιστές του. Ποιους; μα τους Επικούρειους φυσικά!
Ο πόλεμός του ενάντια στον Επίκουρο ήταν πραγματικά ανελέητος. Πολύ φυσικό. Ποιον άλλο θα μπορούσε εύλογα να εχθρεύεται περισσότερο ένας αγύρτης, φίλος της τερατολογίας και εχθρός της αλήθειας, αν όχι τον Επίκουρο, τον άνθρωπο που είδε με καθαρό μάτι τη φύση των πραγμάτων, τον μόνο που γνώρισε την αλήθεια που κρύβεται σ’ αυτά;
Απόσπασμα από την Ομιλία του Γιώργου Γιώτη στους φίλους Επικούρειας φιλοσοφίας “Κήπος Θεσσαλονίκης”