Ένας Δάσκαλος έκοβε ξύλα δίπλα στο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του.
Μετά από λίγο ένας άνδρας φάνηκε στο δρόμο, βαδίζοντας με κατεύθυνση προς το χωριό του.
Πλησιάζοντας, ο ξένος ρώτησε τον δάσκαλο:
«Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ, πόση ώρα θέλω για να φτάσω στο χωριό;»
Ο δάσκαλος τον άκουσε, κοίταξε το δρόμο προς το χωριό και δεν είπε τίποτε, αντίθετα έσκυψε συνεχίζοντας την εργασία του. Έτσι, ο άνδρας μην παίρνοντας απάντηση, τον ξαναρώτησε φωνάζοντας δυνατότερα αυτή τη φορά: «Πόση ώρα θα κάνω μέχρι το χωριό;»
Όμως ο δάσκαλος ούτε αυτή τη φορά απάντησε, οπότε ο άνδρας φωνάζοντας ακόμη πιο δυνατά, σχεδόν ουρλιάζοντας, τον ξαναρώτησε: «Πόση ώρα θέλω μέχρι να φτάσω στο χωριό;»
Βλέποντας τον, να μην απαντάει ούτε και τώρα, ο άνδρας σκέφτηκε ότι μάλλον θα γεράκος θα ήταν κουφός, οπότε δεν είχε νόημα να συνεχίσει να τον ρωτάει. Έτσι, ξεκίνησε προς το χωριό βαδίζοντας γρήγορα.
Ο σοφός δάσκαλος τον κοίταξε για λίγο καθώς ξεμάκραινε και μετά του φώναξε:
«Θα σου πάρει περίπου 2 ώρες»
Ο άνδρας ξαφνιάστηκε και του φώναξε οργισμένος: «Και γιατί άνθρωπέ μου δεν μου το ‘λεγες τόση ώρα, παρά με έκανες να ουρλιάζω;»
«Γιατί ήθελα να δω πρώτα πόσο γρήγορα είσαι αποφασισμένος να βαδίσεις» απάντησε ο σοφός.