Κάποτε ζούσε ένας γέρος. Τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά. Η ακοή του ήταν χάλια, τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν. Ο γέρος περπατούσε με μεγάλη δυσκολία. Όταν έτρωγε δεν μπορούσε να κρατήσει σταθερά το κουτάλι του. Συχνά λέρωνε το τραπεζομάντιλο.
Ο γιος του και η νύφη του, κοιτούσαν με περιφρόνηση τον γέρο. Αποφάσισαν να τον ταΐζουν καθιστό πάνω στο πάτωμα, στη γωνιά του δωματίου. Μια φορά, τα χέρια του έτρεμαν τόσο, ώστε δε μπόρεσε να κρατήσει το παλιό του πιάτο κι εκείνο έπεσε και καταστράφηκε.
Η νύφη άρχισε να κατσαδιάζει τον γέρο. Εκείνος δεν είπε τίποτα, μόνο αναστέναξε βαριά. Τότε ο γιος του έκανε ένα χοντροκομμένο ξύλινο πιάτο. Τώρα ο πατέρας του έτρωγε από ‘κει.
Μια μέρα, όταν οι γονείς κάθονταν γύρω από το τραπέζι και έτρωγαν, μπήκε στο δωμάτιο ο τετράχρονος γιος τους με ένα κομμάτι ξύλο.
– Τι θα κάνεις με αυτό το ξύλο, ρώτησε ο πατέρας.
– Πιάτο, απάντησε το παιδί, από εκεί θα τρως εσύ και η μητέρα μου, όταν θα μεγαλώσω.