Από το περιοδικό “Φιλοσοφική Λίθος“, Εκδόσεις ΝΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Είναι μεγάλο τόλμημα να επιχειρήσει κάποιος να παρουσιάσει τον Ρ. Βάγκνερ αμερόληπτα σε μια βιογραφία ή αξιολογώντας τα έργα του. Κανένας δεν κατόρθωσε να κρίνει το μουσικό χωρίς την ένταση είτε ενός απείρου σεβασμού ή κάποιου απύθμενου μίσους. Κι αυτό ακριβώς το γεγονός μας οδηγεί να τον τοποθετήσουμε ανάμεσα στις μεγαλοφυίες της Ανθρωπότητας, γιατί όπως όλοι οι Μεγάλοι, έτσι και ο Βάγκνερ δεν γινόταν να μην αναγνωριστεί. Είτε αγαπήθηκε σαν θεός, είτε μισήθηκε με πάθος, πάντως κανείς δεν μπόρεσε να σταθεί αδιάφορος απέναντι του.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το μεγαλοφυή Βάγκνερ σαν μεγάλο αναμορφωτή, σαν «αποστάτη» με θετική σημασία που σπάει τους δεσμούς με τις παραδόσεις, αντικαθιστώντας τες με άλλες βάσεις, κατά τη γνώμη μου καλύτερες και χρησιμότερες. Ποτέ όμως δεν θεώρησε σαν λόγο της καταστροφής αυτών που μέχρι τότε ίσχυαν στη μουσική, απλά και μόνο μια θέληση καταστροφής τους.
Ποιο λόγο είχε λοιπόν η αναμόρφωση που έκανε; Ο Βάγκνερ δεν ήταν μόνο μουσικός αλλά και φιλόσοφος και μάλιστα εμψυχωμένος από την επιθυμία να αναδιοργανώσει εντελώς τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, μέσα από την Τέχνη.
Συνέδεσε την Τέχνη μ’ ένα πολύ βαθύ εσωτερικό Ιδεώδες, όπως ο κόσμος των ήχων, και προσπάθησε να δώσει στη δική του αντίληψη για τη ζωή, πολιτική και κοινωνική χροιά.
Γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μαΐου 1813. Από πολύ νωρίς χάρις στο επάγγελμα των γονιών του, ήλθε σε επαφή με το θέατρο και έδειξε πολύ σύντομα την προτίμηση του στη μουσική και στα κείμενα των μεγάλων Κλασσικών, όπως του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ. Στα γυμνασιακά του χρόνια δεν υπήρξε καλός μαθητής, γιατί χανόταν στις ονειροπολήσεις του, στον πόθο του να γράψει και να συνθέσει, έντονα επηρεασμένος από την ανακάλυψη της μουσικής του Μπετόβεν.
Στα 1830 ασχολήθηκε πολύ με τα επίκαιρα πολιτικά προβλήματα της εποχής του και εγκατέλειψε τις καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα είκοσι του χρόνια άρχισε να γράφει τα πρώτα του μουσικά δράματα:
«Ο γάμος», «οι νεράιδες», «η απαγόρευση του έρωτα». Αλλά τις μεγαλύτερες προσδοκίες του τις είχε για το «Ριέντσι». Για την πρεμιέρα του έργου αυτού ταξίδεψε με πλοίο για το Παρίσι. Κατά την διάρκεια θαλασσοταραχής εμπνέεται από παλιούς θρύλους για τον Ιπτάμενο Ολλανδό, απ’ όπου το θέμα του ομώνυμου έργου του, που συνέθεσε σχεδόν αμέσως μετά. Με το «Ριέντσι» δεν κατάφερε να κάνει επιτυχία στο Παρίσι και αναγκάστηκε να ασχοληθεί με τις πιο ταπεινές δραστηριότητες για να επιβιώσει. Κι όμως όταν επέστρεψε στη Γερμανία – σχεδόν τριάντα χρονών πια – ανέβασε μ’ επιτυχία αυτό το έργο.