Έπιασαν ένα λιοντάρι και το έβαλαν σε μια πολύ μεγάλη αυλή με ψηλό φράχτη. Ο χώρος ήταν γεμάτος λιοντάρια. Σε λίγο το λιοντάρι γνώρισε την κοινωνική ζωή των άλλων λιονταριών οι οποίοι ζούσαν εδώ πολύ καιρό. Τα λιοντάρια χώρισαν σε διάφορες ομάδες, πολιτικές, θρησκευτικές και η κάθε ομάδα με την δική της δράση, με την δική της φιλοσοφία, δόγματα, ιερά κείμενα και ιδεολογίες. Τα μέλη κάθε ομάδας μαζεύονταν όλα μαζί για να δείχνουν το μίσος τους και να απειλούν αυτούς που τους στέρησαν την ελευθερία.
Δυστυχώς αυτή η δράση τους δεν άλλαζε τίποτα, αφού από το μίσος και τις φωνές δεν είχε συμβεί κάτι που να καλυτερέψει η κατάστασή τους. Τα μέλη μιας άλλης ομάδας συναντιόνταν για να τραγουδάνε συναισθηματικά τραγούδια για τις μελλοντικές πεδιάδες χωρίς φράχτες. Τα μέλη της τρίτης ομάδας μαζεύονταν για να εκπονήσουν μυστικά τρομοκρατικά σχέδια για να φοβίζουν τα μέλη των άλλων ομάδων. Αυτοί ήταν συνωμότες και η δράση τους αφορούσε όχι τόσο αυτούς που τους υποδούλωσαν, αλλά ενάντια στις άλλες ομάδες σκλαβωμένων λιονταριών.
Η κάθε ομάδα-κλαμπ προσπαθούσε να προσελκύσει τον νεοφερμένο αλλά εκείνος δίσταζε. Η αναποφασιστικότητά του προερχόταν από τις παρατηρήσεις που έκανε για ένα συγκεκριμένο λιοντάρι, που ήταν πάντα απομονωμένο και συλλογισμένο. Αυτό το λιοντάρι με την στάση του τραβούσε την προσοχή του πρωτάρη σαν να είχε κάποια εξουσία, κάποια μαγική δύναμη. Ο αρχάριος με ντροπαλότητα πλησίασε το μοναχικό λιοντάρι και του ζήτησε να εξηγήσει την απομόνωσή του.
– Αυτά τα κλαμπ δεν έχουν καμία σημασία. Αυτά τα ανόητα όντα κάνουν πολλά και διάφορα, αλλά όχι αυτό που πρέπει. Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνω για να αποκτήσω την ελευθερία μου.
– Σε παρακαλώ πες μου τι είναι αυτό που κάνεις εσύ, ρώτησε ο πρωτάρης.
– Ακόμη και τώρα τον φράχτη τον έχω μισογκρεμισμένο. Εγώ μελετώ τη φύση του φράχτη. Αυτό είναι το μοναδικό ουσιαστικό πράμα στη ζωή εδώ: να καταλαβαίνεις τη φύση του φράχτη.