Μια φορά ο Φωτισμένος διέμενε στην πόλη Σραβάστι στο μοναστήρι Τζεταβάνα, στο πάρκο του Αναθαπιντίκα. Εκείνο τον καιρό υπήρχε στην περιοχή μια ζητιάνα με το όνομα «Βασισμένη στη Χαρά», που ζητιάνευε για τη τροφή της. Όταν είδε τον βασιλιά, τους πρίγκιπες και πολλούς άλλους να κάνουν προσφορές στον Βούδα και τη Σάνγκα, βίωσε τρομερή μεταμέλεια και απελπισία και σκέφτηκε:
“Ποιο προηγούμενο κακό έχω διαπράξει και έχω γεννηθεί τώρα σε αυτή την κατώτερη κάστα, πάμφτωχη και ακόμα κι αν συναντήσω τον Βούδα, δεν έχω ούτε καν ένα και μοναδικό σπόρο για να τον σπείρω στο χωράφι της αρετής;”
Κάποια μέρα, καθώς ζητιάνευε όλη μέρα χωρίς να έχει λάβει το παραμικρό, πήρε το μοναδικό νόμισμα που είχε και πήγε σε έναν ελαιοπαραγωγό.
Εκείνος της είπε:
“Γυναίκα, δεν μπορείς να αγοράσεις λάδι με ένα μόνο νόμισμα. Τι το θέλεις το λάδι;”
Η ζητιάνα εξήγησε, “Νοικοκύρη, δεν έχω απολύτως τίποτα και είμαι αναγκασμένη να ζητιανεύω. Ήθελα να αγοράσω λάδι με αυτό το νόμισμα, για να το προσφέρω στο Βούδα.”
Ο έμπορος τη λυπήθηκε και της έδωσε μια μεγάλη ποσότητα λαδιού. Εκείνη το πήγε στο μοναστήρι, άναψε ένα λυχνάρι και το τοποθέτησε μπροστά στο Βούδα, κάνοντας την ακόλουθη ευχή:
“Δεν έχω τίποτε άλλο να προσφέρω εκτός από αυτό το μικρό λυχνάρι, αλλά είθε μέσα από την αρετή αυτής της προσφοράς, να προικιστώ στο μέλλον με το λύχνο της σοφίας.”
Αυτήν τη νύχτα το λάδι όλων των άλλων λυχναριών τελείωσε και έσβησαν, το λυχναράκι όμως της ζητιάνας με το όνομα “Βασισμένη στη Χαρά” συνέχιζε να καίει μέχρι την αυγή.
Τη μέρα εκείνη ήταν η σειρά του Μοντγκαλιαγιάνα να πάει για το γύρο της ζητιανιάς για τροφή και όταν χάραξε πήγε να σβήσει τα λυχνάρια. Βλέποντας ότι ένα έκαιγε ακόμα, ότι ήταν γεμάτο με λάδι και είχε ακόμα και καινούργιο φυτίλι, σκέφτηκε:
“Δεν υπάρχει λόγος να καίει αυτό το λυχνάρι τώρα που ξημέρωσε.” Προσπάθησε να το σβήσει φυσώντας το, αλλά του κάκου. Προσπάθησε μετά να πιέσει την κάφτρα με τα δάχτυλά του, αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα και τελικά προσπάθησε να το σβήσει με το ράσο του, το λυχνάρι όμως συνέχισε να καίει.
Ο Βούδας το είδε όλο αυτό και είπε, “Μοντγκαλιαγιάνα, θέλεις να σβήσεις αυτό το λυχνάρι; Δεν θα τα καταφέρεις. Εσείς οι Σράβακα δεν θα μπορέσετε ούτε καν να μετακινήσετε αυτό το λυχνάρι, πόσο μάλλον να το σβήσετε. Ακόμα κι αν ρίχνατε σε αυτό το λυχνάρι το νερό όλων των ωκεανών και πάλι δεν θα έσβηνε. Το νερό όλων των λιμνών και όλων των ποταμών του κόσμου πάλι δεν θα έκανε καμιά διαφορά, επειδή αυτό το λυχνάρι προσφέρθηκε με ένα νου ακλόνητης πίστης και μεγάλης ωφέλειας.”
Όταν ο βασιλιάς, οι πρίγκιπες και οι υπόλοιποι άνθρωποι άκουσαν ότι η ζητιάνα μέσα από την προσφορά ενός και μόνου λυχναριού επέτυχε τη Φώτιση και έλαβε προφητεία από τον Βούδα, τον τίμησαν και πρόσφεραν τα τέσσερα απαραίτητα αγαθά.
Τα αγόρια και τα κορίτσια των ανώτερων και κατώτερων καστών της χώρας ετοίμασαν αρωματικά, ευωδιαστά καντήλια, τα έφεραν στο Άλσος του Τζεταβάνα και τα πρόσφεραν στον Βούδα. Έτσι όπως το Άλσος γέμισε από λυχνάρια, φαίνονταν σαν τον νυχτερινό ουρανό που είναι γεμάτος από αστέρια.