Βασίλι Καντίνσκι – 1923 – Σύνθεση 8
Τι ακούς όταν βλέπεις χρώματα;
Ο Καντίνσκι είχε μια σπάνια εγκεφαλική ιδιαιτερότητα που λέγεται συναισθησία. Κάθε φορά που άκουγε ήχους, έβλεπε χρώματα. Και κάθε φορά που έβλεπε χρώματα, άκουγε μουσική.
Κάθε χρώμα είχε για εκείνον ένα συναίσθημα, μια αίσθηση, κι έναν ήχο.
Το πράσινο είναι το πιο ήρεμο χρώμα που υπάρχει. Στη μουσική, είναι οι γαλήνιες μεσαίες νότες ενός βιολιού.
Το λευκό έχει την αρμονία της ησυχίας, σαν τις παύσεις ανάμεσα στις νότες που σπάνε τη μελωδία.
Το μαύρο έχει την εσωτερική αρμονία μιας νεκρικής σιγής. Είναι σαν τη μεγάλη παύση στο τέλος ενός κομματιού. Σα τη χαραυγή ενός νέου κόσμου. Εξωτερικά μοιάζει να μην έχει καμία απολύτως αρμονία.
Το έντονο κόκκινο είναι ο ήχος της τρομπέτας – δυνατός, σκληρός, κουδουνιστός.
Το ανοιχτό ματ κόκκινο είναι ο θλιμμένος ήχος ενός τσέλο.
Το πορτοκαλί έχει τον ήχο ενός παλιού βιολιού.
Το βιολετί είναι οι βαθιές νότες ξύλινων πνευστών, όπως του φαγκότο.
Και το μπλε. Το μπλε είναι το χρώμα του ουρανού. Το ανοιχτό μπλε είναι σαν ένα φλάουτο. Το σκουρότερο μπλε είναι ένα τσέλο. Το ακόμη σκουρότερο είναι ο ήχος της καταιγίδας ενός κοντραμπάσου. Και το πιο σκούρο μπλε από όλα, είναι το εκκλησιαστικό όργανο.
Οι πίνακές του είναι οπτικές αναπαραστάσεις των εμπειριών του από κονσέρτα. Είναι αυτά που «έβλεπε» καθώς άκουγε μουσική.
Εκτός από τη σύνδεση της εικόνας με τη μουσική, προσπαθούσε επίσης να καταφέρει μια τέχνη αφαιρετική. Πίστευε ότι όσο πιο αφηρημένη η μορφή, τόσο πιο άμεσα προσεγγίζει τον αναγνώστη. Έβλεπε τη μουσική ως την τέχνη που καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη εκφράζει την ψυχή του καλλιτέχνη. Ακόμη και οι πλέον άσχετοι ακροατές μπορούν να ‘δουν’ εικόνες να ξεπηδούν ακούγοντας κλασική μουσική. Αυτό ο Καντίνσκι προσπαθούσε να το μεταφέρει στον καμβά. Ήθελε οι πίνακές του να είναι έκφραση μιας εσωτερικής ανάγκης: της ψυχής του.
Ταξίδεψε και σπούδασε πολύ (εγκαταλείποντας τη θέση του ως καθηγητής νομικής). Πειραματίστηκε με το Συμβολισμό, το Νεο-ιμπρεσσιονισμό, το Φωβισμό, τον Κυβισμό και μαγεύτηκε από τις αρχές τις Θεοσοφίας. Προπαθούσε να δώσει μια πνευματική διάσταση στην τέχνη του. Να την αποκολλήσει από την ύλη και τη μορφή. «Το χρώμα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είναι ο μηχανισμός, και η ψυχή είν’ ένα πιάνο με πολλές χορδές. Ο ζωγράφος είναι το χέρι που παίζει, αγγίζει το ένα ή το άλλο κλειδί, για να προκαλεί δονήσεις στην ψυχή».
Δεν είναι μόνο τα χρώματα, αλλά και σύνθεση του καμβά αυτό που καθορίζει την τελική σύνθεση. Οι απλές, ξεκάθαρες συνθέσεις, σύμφωνα με τον Καντίνσκι, είναι εικαστικές ‘μελωδίες’ (όπως η τριγωνική σύνθεση της Μόνα Λίζα). Οι περίπλοκες μορφές και συνδυασμοί (όπως η Γκουέρνικα) δημιουργούν εικαστικές ‘συμφωνίες’.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων είναι το ίδιο το έργο του Καντίνσκι. Και κυρίως η Σύνθεση 8, που είναι η κοντινότερη αναπαράσταση που έχουμε για μια μουσική που αποτυπώθηκε σε καμβά. Αποτελείται από μια σειρά γεωμετρικών μορφών. Κύκλοι, ημικύκλια, οξείες γωνίες, τετράγωνα, παραλληλόγραμμα. Τα χρώματα στον πίνακα συνδυάζονται σα μουσικές χορδές. Γραμμές και σχήματα φτιάχνουν μελωδίες που μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη. Είναι σα να ακούμε όλες τις μελωδίες και τους ρυθμούς να παίζονται ταυτόχρονα.
«Έτσι οι τέχνες καταπατούν η μια τα χωράφια της άλλης, για να αναδυθεί μια τέχνη που θα είναι πραγματικά μνημειώδης. Κάθε άνθρωπος που βαδίζει στις πνευματικές δυνατότητες της τέχνης του είναι πολύτιμος βοηθός στο χτίσιμο της πνευματικής Πυραμίδας.» Βασίλι Καντίνσκι