Ο ποιητής των ναυτικών ή ο ναυτικός των ποιητών γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας, από Κεφαλλονίτες γονείς.
Τεσσάρων χρονών έρχεται στην Ελλάδα. Στο σχολείο διαβάζει Ιούλιο Βερν και έλκεται από την περιπέτεια. Η καριέρα του ναυτικού δεν ήταν ποτέ στα σχέδια του, αλλά έμελλε να σημαδέψει για πάντα τη ζωή του.
Όσοι γνώριζαν τον Καββαδία στο καράβι, μιλούσαν για έναν παράξενο και δύστροπο άνθρωπο που του άρεσε η μοναξιά. Συνήθιζε να γράφει. Κι όταν δεν έγραφε, περνούσε το χρόνο του στη γέφυρα καπνίζοντας και πίνοντας ρούμι.
Ο λιγομίλητος αυτός ποιητής επρόκειτο να σταλάξει όλες του τις σκέψεις, το φόβο της λησμονιάς, το αίσθημα της φυγής, το εφήμερο της αγάπης του ναυτικού, στα ποιήματα του.
Όσοι υπήρξαν ναυτικοί αναγνωρίζουν εύκολα τα συναισθήματα του ναυτικού στα ποιήματα του Καββαδία, ενώ οι στεριανοί ταξιδεύουν στα λιμάνια του μέσα απ’ τους στίχους. Η θάλασσα, τα ταξίδια, οι ιστορίες και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, του χάρισαν φυσικά, τον χαρακτηρισμό του «ποιητή της θάλασσας». Διαβάζοντας, όμως, κανείς τον Νίκο Καββαδία, συνειδητοποιεί πόσο επιφανειακοί είναι αυτοί οι χαρακτηρισμοί.
Πολιτείες ξένες, πλοία και φορτηγά, παράξενες ιστορίες για κύματα κι αστερισμούς, τατουάζ παράξενα, κι εξωτικά μέρη όπως η Μπατάβια ή Ινδία, κάθε στίχος μυρίζει αλμύρα και θάλασσα.
Το 1975, ο Νίκος Καββαδίας αφήνει την τελευταία του πνοή, επιβεβαιώνοντας τους ίδιους του τους στίχους: «Και ‘γω που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, θα ‘χω έναν θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.»