Ήταν κάποτε μία σαρανταποδαρούσα που ήξερε να χορεύει υπέροχα με τα σαράντα ποδαράκια της. Κάθε φορά που χόρευε μαζεύονταν γύρω της όλα τα ζώα του δάσους για να τη θαυμάσουν. Όλα ήταν γοητευμένα από την τέχνη της.
Μόνο ένα ζώο δεν άντεχε, από τη ζήλια του, ο βάτραχος. Σκεφτόταν συνεχώς πώς θα την έκανε να σταματήσει το χορό. Δε μπορούσε, φυσικά, να πει ότι ο χορός δεν του άρεσε και δε μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο ίδιος χόρευε καλύτερα γιατί απλά, κανείς δε θα τον πίστευε.
Με τα πολλά, σκέφτηκε ένα πραγματικά διαβολικό σχέδιο. Κάθισε και έγραψε στη σαρανταποδαρούσα ένα γράμμα.
«Ασύγκριτη χορεύτρια σαρανταποδαρούσα, είμαι ένας ταπεινός θαυμαστής της εξαίσιας χορευτικής σου τέχνης και πολύ θα ήθελα να μάθω πώς ακριβώς χορεύεις. Σηκώνεις πρώτα το αριστερό πόδι υπ’ αριθμ.27 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.12; Ή αρχίζεις το χορό σηκώνοντας το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.33 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.39; Περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου. Με όλη μου την αγάπη, το Βατράχι.»
Μόλις η σαρανταποδαρούσα πήρε το γράμμα άρχισε να σκέφτεται για πρώτη φορά στη ζωή της, το πώς ακριβώς χόρευε. Ποιο πόδι σήκωνε πρώτο; Ποιο πόδι ερχόταν δεύτερο;
Η σκέψη της, είχε πνίξει τη φαντασία της και με τη φαντασία της χόρευε.
Έτσι, η σαρανταποδαρούσα μας δε χόρεψε ποτέ ξανά…
Διαβάστε επίσης:
Αγάπη σαν το αλάτι: Μια διδακτική ιστορία για τα μικρά πράγματα της ζωής
Τι θα ήταν η ζωή χωρίς τις δυσκολίες; Μια διδακτική ιστορία
Πόσο καθαρά είναι τα τζάμια σας; Μια διδακτική ιστορία για την κριτική
Ο Νασρεντίν, ο πολύτεκνος και το μικρό σπιτάκι
Η αναζήτηση της αλήθειας: Οι τυφλοί και ο ελέφαντας