Σήμερα, τουλάχιστον στο Δυτικό πολιτισμό, όταν ακούμε για τον Βούδα, μας έρχεται στο νου η εικόνα ενός ασκητή, που διαλογίζεται σε στάση γιόγκα, με εκείνο το μειδίαμα στα χείλη. Τι ήταν όμως τελικά ο Βούδας; Ήταν Μύθος; Ήταν ιστορικό πρόσωπο; Ήταν άνθρωπος; Ήταν Θεός;
Σύμφωνα με τις βουδιστικές πηγές, αναφέρεται ότι ο Βούδας (που στην αρχή ονομάζονταν Σιντάρντα Γκωτάμα) γεννήθηκε το 563 π.Χ. στο Καπιλαβαστού της Ινδίας. Πατέρας του ήταν ο Σουντοντάνα, κυβερνήτης της φυλής των Σάνκχια και μητέρα του η Μαχαμάγια. Όταν η Μαχαμάγια γέννησε το Σιντάρτα, δέχτηκε την επίσκεψη πολλών αστρολόγων και σοφών, οι οποίοι θέλησαν να προ-μαντέψουν την τύχη του νεογέννητου. Οι πιο πολλοί συμφώνησαν ότι το παιδί δεν ήταν προορισμένο για κυβερνητικά αξιώματα αλλά ότι θα αποκτούσε τη Φώτιση, τη «Μπούντα». Ο Σουντοντάνα τότε ανησύχησε γιατί είχε άλλα σχέδια για το γιο του- ήθελε να τον κάνει αυτοκράτορα-διάδοχό του. Έτσι πήρε υπερπροστατευτικά μέτρα για να εμποδίσει το Σιντάρτα να δει τα 4 σημάδια που σύμφωνα με την προφητεία, θα τον ωθούσαν να απαρνηθεί τον κόσμο και το βασίλειο για την αναζήτηση της Αλήθειας και τη συνειδητοποίηση της πραγματικής ζωής.
Ο Σιντάρτα μεγάλωσε, λοιπόν, μέσα στα πλούτη, τις ανέσεις και τις ηδονές, χωρίς ποτέ να βγει από το βασίλειό του κι έτσι να γνωρίσει τα κακά και τις δυστυχίες του κόσμου. Παρόλες τις αυστηρές όμως προφυλάξεις του πατέρα του, το μοιραίο συνέβη σε μια έξοδο του Σιντάρτα από το βασίλειο που ήταν κλεισμένος, κι έτσι αντιμετώπισε σταδιακά τα 4 σημάδια: έναν γέρο, έναν άρρωστο, έναν νεκρό κι έναν άγιο – δηλαδή τα γηρατειά, την αρρώστια, το θάνατο και την προσπάθεια του φιλοσόφου να βρει μια λύση σ’ όλα αυτά. Η καρδιά του Σιντάρτα συγκλονίστηκε και συγκινήθηκε. Ο πόνος του ήταν μεγάλος όταν πληροφορήθηκε πως κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτές τις καταστάσεις.
“Πώς μπορώ να είμαι χαρούμενος, όταν γύρω μου υπάρχουν όντα που γερνούν, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν;” Έτσι μπρος στο πρόβλημα του ‘γιατί’ της ύπαρξης, του ‘γιατί’ του πόνου και χάρη στη συμπόνια του για τους ανθρώπους, απαρνήθηκε τα πλούτη και τις ηδονές του, εγκατέλειψε την οικογένειά του και το Βασίλειο και αφοσιώθηκε στην αναζήτηση της Αλήθειας.
Έγινε, λοιπόν, Σανυάσι δηλαδή μοναχός-ασκητής, και γυρνούσε από δάσκαλο σε δάσκαλο αλλά δεν έπαιρνε την απάντηση που ήθελε. Αναλώθηκε επί χρόνια σε αυστηρή πειθαρχία, σε διαλογισμούς, σε ασκήσεις αλλά μάταια. Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα, του πέρασε από το μυαλό ο πειρασμός να τα αφήσει όλα αυτά και να ξαναγυρίσει στην παλιά ζωή του. Ο ίδιος όμως μετά το απόρριψε, λέγοντας ότι: “Ο θάνατος είναι καλύτερος από μια ζωή φυτού μες την αμάθεια, είναι καλύτερα να πεθάνει κανείς στο πεδίο της μάχης παρά να ζει μια ζωή ηττημένου.”
Συνέχισε τις ασκήσεις και τους διαλογισμούς του αλλά είχε εξασθενίσει τόσο πολύ, αφού έτρωγε μονάχα κάτι ρίζες και καρπούς, που κινδύνεψε να πεθάνει. Τον έσωσε η κόρη ενός βοσκού που περνούσε από κει και του πρόσφερε μια κούπα ρύζι να φάει. Ο Σιντάρτα το έφαγε, δυνάμωσε αμέσως και κατάλαβε πως οι ακραίες καταστάσεις δεν είναι ευεργετικές: ούτε η υπερβολική αυστηρότητα από τη μια αλλά ούτε κι οι υπερβολικές ηδονές από την άλλη οδηγούν στην Απελευθέρωση και στη Σοφία. Μονάχα η Ατραπός του Μέσου είναι σύμφωνη με την Ατραπό του Νόμου, του Δαρμάν. Έτσι, δυναμωμένος πλέον, συνέχισε τους διαλογισμούς του. Αντιμετώπισε ένα πλήθος δοκιμασιών και εμποδίων από τον Μάρα, άρχοντα των επιθυμιών, του θανάτου κι εχθρού της αλήθειας (κάτι αντίστοιχο με το Διάβολο στον Χριστιανισμό). Ο Μάρα, συνοδευμένος από τις 3 κόρες του, τους πειρασμούς, κι ένα πλήθος κακοποιών δαιμόνων έκανε τα πάντα για να τρομάξει το Σιντάρτα αλλά αυτός σταθερός σαν βράχος δεν επηρεάστηκε καθόλου. Ξεπέρασε όλα τα εμπόδια και τους πειρασμούς που του έβαλε και τελικά κατάφερε να φωτιστεί κάτω από το δέντρο Βoddhi, το δέντρο της Σοφίας συμβολικά. Κι από Σιντάρτα έγινε Βούδας δηλ. ‘Φωτισμένος’.
Δείτε μερικά αποφθέγματα σοφίας από τον Βούδα και στο τέλος και άλλα άρθρα και ιστορίες του Βουδισμού
Ο Βούδας και οι υποκριτές καλόγεροι – Διδακτικές Ιστορίες