Η «Λατρεία του Εγώ» εκδηλώνεται σαν θρησκεία που δεν μας επιτρέπει να δούμε πέρα από τον εαυτό μας. Μήπως ζούμε σε μία αυταπάτη που μας δυσκολεύει να σχετιστούμε αληθινά με τους άλλους ανθρώπους;
Ακόμα και αν δεν το γνωρίζετε, μία πολύ ισχυρή «αίρεση» σας έχει στρατολογήσει. Οι αιρέσεις γενικά παρουσιάζουν μία αδικαιολόγητη λατρεία για ένα πρόσωπο ή πράγμα και αυτή η αίρεση συγκεκριμένα έχει στοχεύσει σε μία συγκεκριμένη λατρεία: τη λατρεία του Εγώ.
Η «λατρεία του Εγώ» μας κάνει να πιστεύουμε ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, ότι οι ανάγκες μας έχουν μεγαλύτερη σημασία, ότι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε και πολλές φορές νομίζουμε ότι οι φίλοι μας στο Facebook περιμένουν με κομμένη την ανάσα να ενημερωθούν για την καινούρια μας ανάρτηση.
Πρόκειται για ένα σχετικά νέο φαινόμενο. Για χιλιάδες χρόνια, οι παραδοσιακές ιουδαϊκο-χριστιανικές αξίες υπογράμμιζαν τη σεμνότητα και την ταπεινοφροσύνη ως τις προϋποθέσεις για μία καλή ζωή. Εκείνες τις εποχές, ο εαυτός παραμεριζόταν με απώτερο σκοπό την επιδίωξη ενός σημαντικότερου συλλογικού στόχου. Αλλά στα μέσα του 20ου αιώνα, μια νέα φιλοσοφία άρχισε να κυριαρχεί: ότι κάθε άτομο είναι ξεχωριστό, ανεξάρτητα από το πόσο ταλαντούχο είναι.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ξεκίνησε να καλλιεργείται «η λατρεία του Εγώ» μέσω του κινήματος της Ανθρωπιστικής Ψυχολογίας. Ο πολύ γνωστός ψυχολόγος Abraham Maslow ήταν ένας από τους πρώτους υποστηρικτές του κινήματος, το οποίο αγκάλιασε την πρότασή του ότι οι άνθρωποι έχουν μια ιεραρχία αναγκών.
Το υψηλότερο επίπεδο στην ιεράρχηση των αναγκών που αφορά στο σύνολο των δυνατοτήτων μας (το οποίο ονόμασε αυτοπραγμάτωση) δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μέχρις ότου ικανοποιηθούν τα χαμηλότερα επίπεδα στην ιεράρχηση των αναγκών μας (όπως το φαγητό και το νερό, η σωματική ασφάλεια και οι σχέσεις).
Δυστυχώς, σύμφωνα και με την παραδοχή του ίδιου του Maslow, φαινόταν σχεδόν αδύνατο για τα ανθρώπινα όντα να κατορθώσουν να φτάσουν στο μέγιστο δυνατό δυναμικό τους. Αν δεν μπορούσε κάποιος να φτάσει στην διαφώτιση κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπήρχε ένα παρόμοιο, πολύ πιο εφικτό χαρακτηριστικό που βρισκόταν μόλις μία βαθμίδα κάτω στην ιεραρχία του: η αυτοεκτίμηση. Βάσει αυτού του χαρακτηριστικού, δεν χρειαζόταν να γίνουμε τέλειοι, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αισθανόμαστε τέλεια.
Στη δεκαετία του 1970, η έννοια της αυτοεκτίμησης άρχισε να κερδίζει μεγάλο ενδιαφέρον. Το βιβλίο που έγινε ανάρπαστο «Η ψυχολογία της αυτοεκτίμησης» ισχυριζόταν ευρέως ότι ένα ψυχολογικό πρόβλημα από μόνο του, όπως το άγχος ή η κατάθλιψη, ο φόβος για την οικειότητα ή την επιτυχία ή η οικογενειακή βία δεν ήταν αποτέλεσμα της χαμηλής αυτοεκτίμησης (μεταγενέστερη έρευνα έδειξε ότι αυτή η θέση ήταν λάθος).
Ωστόσο, η «λατρεία του Εγώ» είχε αποκτήσει τους πρώτους οπαδούς της και τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 τα μέλη αυτά φύτρωναν σαν μανιτάρια. Τα σχολεία απαγόρευσαν εντελώς τα ανταγωνιστικά αθλήματα, καθιέρωσαν καθημερινά μαθήματα «Αγαπώ τον Εαυτό μου» και επιβράβευαν τους 30 αριστούχους.
Έκτοτε, η συλλογική αίσθηση περί της σημαντικότητας του εαυτού έγινε εντονότερη. Μια μακροχρόνια μελέτη ανέλυσε για μία περίοδο σαράντα ετών περίπου τις απαντήσεις που έδωσαν μαθητές λυκείου στη δήλωση: «Είμαι ένα σημαντικό πρόσωπο». Στη δεκαετία του 1950, μόνο το 12% συμφωνούσε με αυτή τη δήλωση, αλλά μέχρι το 1989, το ποσοστό είχε αυξηθεί φτάνοντας περίπου το 80%.
Σύμφωνα με αυτή την τάση, τα επίπεδα ναρκισσισμού των φοιτητών (που αξιολογήθηκαν μέσω δηλώσεων όπως «δεν θα είμαι ποτέ ικανοποιημένος μέχρι να πάρω όλα όσα μου αξίζουν», αυξήθηκαν κατά 30% στα μέσα των δεκαετιών του 1980 και του 2000.
Όμως, οι νέοι δεν είναι οι μόνοι οπαδοί αυτής της «λατρείας του Εγώ». Η ολοένα αυξανόμενη εστίαση στο «Εγώ» που κυριαρχεί στον δυτικό πολιτισμό, μπορεί να βρεθεί παντού από τη σύγχρονη λογοτεχνία μέχρι και τα τιτιβίσματα στο Τουίτερ πολιτικών προσώπων. Μια ανάλυση που μελέτησε τους συνδυασμούς προσφώνησης μεταξύ των ετών 1790 και 2012, έδειξε μια μείωση στη χρήση των ετεροαναφορικών λέξεων (του/της, ο γείτονας) και την αύξηση των αυτοαναφορικών λέξεων (εγώ, εμένα, δικό μου).
Ομοίως, μια έρευνα μέσω του μηχανισμού αναζήτησης Google Ngram για περισσότερα από 15 εκατομμύρια βιβλία, αποκαλύπτει ότι ενώ η χρήση της λέξης «εγώ» μειώθηκε σχεδόν κατά 50% μεταξύ των ετών 1900 και 1974, αυξήθηκε περισσότερο από 87% μεταξύ των ετών 1975 και 2007.
Τα κοινωνικά μέσα αναζωπυρώνουν αυτή την κατάσταση. Η φύση αυτών των μέσων επικοινωνίας καθιστά πολύ εύκολη την εστίαση αποκλειστικά στον εαυτό μας εις βάρος των άλλων. Στην πραγματικότητα, μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι τα μισά status updates δημοσιεύονται με στόχο να φαίνεται ο χρήστης καλά στα μάτια των άλλων. Παρουσιάζοντας επιδεικτικά τις εκπληκτικές διακοπές μας ή ανεβάζοντας μια υπέροχη φωτογραφία selfie που προσθέτει επιπλέον φήμη στην δική μας «καλυτεροσύνη», όλα αυτά χρησιμεύουν μόνο για να ενισχύσουν την αίσθηση της ιδιοτέλειας μας.
Παρ’όλη τη βραχυπρόθεσμη ενίσχυσης της αυτοπεποίθησής μας που μας προσφέρουν αυτές οι ψευδαισθήσεις, υπάρχουν και σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Για παράδειγμα, η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των μη επιτυχημένων ατόμων βλάπτει την απόδοσή τους περισσότερο από ό,τι τους βοηθά.
Ομοίως, τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση τείνουν να είναι πιο βίαια και πιο ευάλωτα σε προβλήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και την κατανάλωση αλκοόλ. Όταν αντιμετωπίζουν κάποια ερωτική απογοήτευση, είναι επίσης πιο πιθανό να προβούν σε απιστία ή να συμμετέχουν σε άλλες καταστροφικές συμπεριφορές.
Οι μη ρεαλιστικές θετικές απόψεις που έχουμε για τον εαυτό μας μπορούν να βλάψουν και τις σχέσεις μας με τους άλλους: σε μια μελέτη, οι φοιτητές που είχαν ακριβείς αυτο-αντιλήψεις θεωρήθηκαν από τους άλλους ως ευφυείς, γοητευτικοί και ειλικρινείς, ενώ εκείνοι που είχαν υπερβολική αυτοπεποίθηση χαρακτηρίστηκαν ως αυτοκαταστροφικοί, αλαζονικοί, αμυντικοί και εχθρικοί.
Απορρίπτοντας τη «λατρεία του Εγώ»
Για πολλούς ανθρώπους, η ιδέα της εγκατάλειψης της «λατρείας του Εγώ» μπορεί να φαίνεται τρομακτική. Παρά το γεγονός ότι απαιτεί μία αύξηση της ευσυνειδησίας μας, η αποδέσμευσή μας από αυτή την κουλτούρα, μας ωθεί να ανακαλύψουμε και να αποδεχτούμε το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε. Ακολουθούν τρεις κατευθύνσεις για την «επιστροφή» μας στην πραγματικότητα:
1. Να ενημερώνετε τους άλλους γενικά, όχι μόνο για θέματα που αφορούν αποκλειστικά εσάς: Οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων εν γένει εμπίπτουν σε μία από τις δύο κατηγορίες: το 80% εμπίπτει στην κατηγορία που οι καθηγητές της επικοινωνίας ονομάζουν «meformers» (me+inform) δηλαδή εκείνοι που τους αρέσει να μοιράζονται τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή τους και μόνο το υπόλοιπο 20% είναι «informers», αυτοί που δημοσιεύουν πληροφορίες προσανατολισμένες και σε άλλα θέματα, όπως ένα ενδιαφέρον άρθρο που βοηθά τους φίλους μας να προοδεύσουν στην εργασία τους.
Με άξονα τις παραπάνω μελέτες, συμπεραίνουμε ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία έχουν περισσότερους φίλους στην πραγματική ζωή τους και απολαμβάνουν περισσότερο βαθιές και ικανοποιητικές αλληλεπιδράσεις. Τόσο εντός όσο και εκτός διαδικτύου, θα είναι καλό όλοι μας να εστιάζουμε λιγότερο στους εαυτούς μας και περισσότερο στη σύνδεσή μας με τους άλλους.
Αν έχετε τον πειρασμό να ποστάρετε προσωπικές πληροφορίες, ρωτήστε πρώτα τον εαυτό σας: Το δημοσιεύω αυτό για να φανώ καλός στα μάτια των άλλων; Παρ’ όλο που η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν είναι πάντα εύκολη, είναι πολύ πιο ευχάριστο να σταματήσουμε μακροπρόθεσμα να στοιβάζουμε άπειρα «μου αρέσει» και να αφοσιωθούμε στο να κατανοούμε, να ψυχαγωγούμε και να εμπνέουμε τους άλλους.
2. Βρείτε ανθρώπους που θα σας κρίνουν με ειλικρίνεια: Όσον αφορά στην εγωκεντρική συμπεριφορά μας, οι άνθρωποι γύρω μας μπορούν συνήθως να δουν αυτά που εμείς δεν βλέπουμε. Αποφασίστε να περιβάλλεστε από ανθρώπους που σας λένε την αλήθεια: συναδέλφους, μέλη της οικογένειας και φίλους σας που θα σας «προσγειώνουν με αγάπη» στην πραγματικότητα όταν αρχίσετε να κομπάζετε για τον εαυτό σας.
3. Επικεντρωθείτε στην αυτοαποδοχή: Εντέλει, η εναλλακτική λύση για την απεριόριστη αυτοεκτίμηση δεν πρέπει να είναι η αυτοαπομόνωση. Στις περιπτώσεις που η αυτοεκτίμηση σημαίνει για εμάς ότι είμαστε καταπληκτικοί, ανεξάρτητα από την αντικειμενική πραγματικότητα, η αποδοχή του εαυτού μας σημαίνει την κατανόηση της αντικειμενικής μας πραγματικότητας, επιτρέποντάς μας να έχουμε ελαττώματα, αλλά παράλληλα να εκτιμούμε τον εαυτό μας ούτως ή άλλως.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η αυτοπεποίθηση και η αυτοαποδοχή είναι πανομοιότυποι προβλεπτικοί παράγοντες για την επίτευξη της ευτυχίας και της αισιοδοξίας, αλλά μόνο οι άνθρωποι με υψηλή αυτοαποδοχή έχουν θετικές απόψεις για τον εαυτό τους, οι οποίες δεν εξαρτώνται από την ανάγκη για την επικύρωση των άλλων (όπως τα «μου αρέσει» στα κοινωνικά δίκτυα, και τις αξιολογήσεις με τα χρυσά αστέρια).
Σε τελική ανάλυση, όσο πιο ρεαλιστικά μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερη ενσυναίσθηση και ευγένεια μπορούμε να επιδείξουμε στο άτομο που μαθαίνουμε ότι είμαστε. Πηγή: qz.com
Διαβάστε επίσης:
3 τρόποι για να αυξήσετε την αυτοαξία σας
Η ενοχή ως εσωτερικός μας δαίμονας
Είναι και η γέννηση τόσο μυστηριώδης όσο ο θάνατος;
Η παθητικό–επιθετική συμπεριφορά ως καλυμμένη εχθρικότητα
Οι άνδρες και οι γυναίκες τελικά μιλούν διαφορετικές γλώσσες