Η ουσία της καντιανής Ηθικής βρίσκεται μέσα σε 3 μεγάλα έργα του φιλοσόφου: -Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών – Κριτική του καθαρού λόγου – Κριτική του πρακτικού λόγου
Στο πρώτο από τα προαναφερόμενα έργα προσπαθεί να συμβιβάσει την κριτική σκέψη με την ηθική. Η κριτική σκέψη θεμελιώνεται από 2 ικανότητες: – να λογιζόμαστε – να αισθανόμαστε
Δουλειά της κριτικής είναι να ξεδιακρίνει το ρόλο τόσο της λογικής όσο και της αισθητηριακής ικανότητας μας (του ψυχισμού και των αισθήσεων. Επειτα να δείξει α) Αγαθή Βούληση
” Από όλα όσα είναι δυνατόν να αντιληφθεί ένας άνθρωπος μέσα στον κόσμο, γενικά μάλιστα και έξω από τον κόσμο, τίποτα δεν μπορεί χωρίς περιορισμό να θεωρηθεί αγαθό, εκτός από μία αγαθή βούληση.” – Καντ –
Βούληση είναι η ικανότητα να ενεργούμε σύμφωνα με τους κανόνες. Οι κανόνες αυτοί, όταν είναι υποκειμενικοί, αποτελούν αξιώματα τα οποία ισχύουν για τη βούληση αυτού που τα ασπάζεται, ενώ όταν είναι αντικειμενικοί αποτελούν κανόνες, οι οποίοι ισχύουν για τη βούληση κάθε λογικού όντος. Η τέλεια βούληση καθορίζεται πάντα από το λόγο. Όμως η βούληση στον άνθρωπο δεν είναι τέλεια. Διέπεται και από υποκειμενικούς όρους, που απορρέουν από την αισθητικότητα. Έτσι, η βούληση αναγκάζεται από το λόγο να υπακούει σ’ αυτόν. Και όταν δεν υπακούει φυσικά, το κάνει μέσω προσταγών. Υπάρχουν πολλές αρετές στον άνθρωπο, που όμως εξαρτάται από την αγαθή βούληση η χρήση τους. Αυτές χωρίζονται σε κατηγορίες και είναι:
-
Ιδιότητες της ιδιοσυγκρασίας: ο νους, η οξυδέρκεια, η κριτική ικανότητα, το θάρρος,
η αποφασιστικότητα, η επιμονή στην απόφαση. Αυτές είναι καλές και επιθυμητές,
όμως μπορούν να γίνουν κακές και βλαβερές, αν η αγαθή βούληση δεν τις
χρησιμοποιήσει. Με την παρέμβαση της τότε, η βούληση σχηματίζει το χαρακτήρα, ο
οποίος σύμφωνα με τον Καντ, είναι κάτι διαφορετικό από την ιδιοσυγκρασία: ” Είναι η
ικανότητα της βούλησης να προσκολλάται σε ορισμένα σταθερά αξιώματα και να
πράττει σύμφωνα με αυτά”. -
Δωρεές της τύχης: Η δύναμη, ο πλούτος, η δόξα, η υγεία, η ευημερία, οι
απολαύσεις. Όλα αυτά δημιουργούν υπερηφάνεια και έπαρση, αν δε συνοδεύονται
από αγαθή βούληση, η οποία θα επιβάλλει το μέτρο. -
Εσωτερική αξία του ανθρώπου: Αυτές οι αρετές υποβοηθούν το έργο της αγαθής
βούλησης, αλλά δεν έχουν καμία δική τους απόλυτη αξία. Προϋποθέτουν πάντα την
αγαθή βούληση. Είναι: εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, νηφάλια σκέψη. Αυτές αποτελούν
ένα μέρος της εσωτερικής αξίας του προσώπου.
Η αγαθή βούληση δεν είναι τέτοια εξαιτίας όσων πετυχαίνει ή δημιουργεί, αλλά μόνο με το ότι θέλει, δηλαδή με το ότι είναι καθαυτή αγαθή. Το εάν είναι χρήσιμη ή άκαρπη, δεν μπορεί να της προσθέσει ούτε να της αφαιρέσει τίποτα από την αξία της. Η χρησιμότητα είναι απλώς το περίβλημα που την καθιστά πιο εύχρηστη στην καθημερινή ζωή.
“Ακόμη κι αν η βούληση αυτή, από μία ξεχωριστή δυσμένεια της τύχης ή από ελαττωματική φυσική διάπλαση, βρισκόταν σε ολοκληρωτική αδυναμία να πραγματοποιήσει τους σκοπούς της… ακόμη κι αν δεν έμενε παρά η αγαθή βούληση μονάχη, και πάλι θ’ άστραφτε με την ίδια λάμψη…” – Καντ –
β) Καθήκον
“Καθήκον είναι η ανάγκη να πράττεις κάτι από σεβασμό προς το νόμο.” – Καντ –
Η αγαθή βούληση οδηγεί τον άνθρωπο να δράσει στη ζωή του από καθήκον. Είναι ο εγωισμός αυτός που αμαυρώνει την έννοια του καθήκοντος. Έτσι, ο σεβασμός είναι αυτός που μπορεί να μειώσει τον εγωισμό. Ο σεβασμός είναι αποτέλεσμα και όχι αιτία του νόμου.
Για τον Καντ υπάρχουν πράξεις που είναι” σύμφωνες με το καθήκον ” και πράξεις που γίνονται” από καθήκον “. Π.χ. ο έμπορος που εξυπηρετεί τίμια τους πελάτες του, ενεργεί σύμφωνα με το καθήκον, όχι όμως από καθήκον, αν δεν κοιτάζει παρά το καλά ευνοούμενο συμφέρον του. Το να διατηρήσει κανείς τη ζωή του είναι καθήκον. Αλλα θα ενεργούσε από καθήκον εκείνος που προσπαθεί να διαφυλάξει μια ζωή που δεν τη θέλει πια. Μια πράξη λοιπόν έχει ηθική αξία, αν δεν έχει γίνει μόνο “από ροπή, αλλά από καθήκον.”
γ) Ηθική πράξη
” Οφείλω να ενεργώ πάντα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορώ να θέλω να γίνει ο υποκειμενικός μου γνώμονας ένας καθολικός νόμος.” – Καντ-
Μπαίνει και το θέμα της διάκρισης υποκειμενικού-αντικειμενικού στις ανθρώπινες αυτές ικανότητες. Ο Καντ χρησιμοποιεί τη διάκριση σαν στοιχείο προσανατολισμού της φιλοσοφίας του. Το βασικό μέλημα του βιβλίου αυτού είναι να διατυπώσει τον απόλυτο και διυποκειμενικό ηθικό νόμο, στον οποίο υπόκειται η ανθρώπινη λογική ικανότητα. Ας δούμε τώρα μερικά συστατικά στοιχεία της Ηθικής του.
Είπαμε προηγουμένως ότι αν η βούληση δεν ακολουθεί το λόγο με φυσικό τρόπο, αναγκάζεται να το κάνει μέσω των προσταγών του λόγου. Αυτές οι προσταγές είναι δύο ειδών: – Υποθετικές (αν Α τότε Β) – Κατηγορικές (Α είναι Β)
Οι πρώτες μας παρουσιάζουν μία πράξη ως αναγκαία για να φθάσουν σε κάποιον σκοπό. Οι δεύτερες μας δίνουν μία πράξη για αναγκαία καθεαυτή, χωρίς όρους. Π.χ: * Οι προσταγές της δεξιότητας είναι υποθετικές. ( Αν θέλω να οδηγώ οφείλω να…) * Οι προσταγές της φρόνησης είναι υποθετικές. * Η προσταγή της ηθικότητας είναι κατηγορική. Κι αυτό επειδή η δεξιότητα δίνει κανόνες, η φρόνηση συμβουλές, η ηθικότητα νόμους.
Εδώ ο Καντ κάνει ένα βασικό διαχωρισμό ανάμεσα στην ΗΘΙΚΟΤΗΤΑ και τη ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ. ” Αν η βούληση καθοριζόταν σύμφωνα με το νόμο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για νομιμότητα, όχι όμως για ηθικότητα.” – Καντ -Σ’ ένα από τα τελευταία έργα της ζωής του τη ” Μεταφυσική των Ηθών ” αναφέρει ότι αντικείμενο του δικαίου είναι η συμφωνία της πράξης με το νόμο, δηλαδή η ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ, ενώ την αρετή απασχολεί η συμφωνία κινήτρου με το νόμο, δηλαδή η ΗΘΙΚΟΤΗΤΑ. Την αληθινή Ηθικότητα τη βλέπουμε λοιπόν στην αγνότητα της πρόθεσης. Έτσι, για τον Καντ, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, εφόσον μάλιστα γι’ αυτόν το φιλόσοφο η πρόθεση δεν είναι μία απλή ευχή, αλλά η επιστράτευση όλων των μέσων για την υλοποίηση της.
” Όταν πρόκειται για ηθική αξία, το ουσιώδες δε βρίσκεται διόλου στις πράξεις, τις οποίες βλέπουμε, αλλά στις εσωτερικές αρχές των πράξεων, που δε βλέπουμε.”– Καντ-
Κι αφού δύσκολα μπορούμε να δούμε καθαρά, είτε πρόκειται για τις δικές μας πράξεις είτε για ξένες, ο Καντ αρνείται να συμβιβάσει την ηθικότητα με την εμπειρία και το παράδειγμα. Η ηθική και το καθήκον είναι a priori στοιχεία του λόγου, δεν είναι συνήθειες ούτε ήθη. Έτσι, στηρίζει την Ηθική του σε μία Μεταφυσική και όχι στην Ανθρωπολογία και τη μελέτη των ηθών και των εθίμων.
Αφού ο Ηθικός Νόμος προσπαθεί ν’ αποκτήσει καθολικό κύρος, ο χαρακτήρας του είναι προστακτικός. Ο Καντ διατυπώνει αυτό το νόμο με πολλούς τρόπους, χωρίς να είναι πάντα σαφές εάν κάθε διατύπωση επαναλαμβάνει απλά το ίδιο με άλλα λόγια ή εάν πρόκειται για κάτι ριζικά διαφορετικό. Θα παραθέσουμε εδώ 5 διατυπώσεις, που μπορούν να διακριθούν με κάποια σαφήνεια.
α) Με αναφορά στον καθολικό νόμο:
“Πράττε μόνο σύμφωνα με ένα τέτοιο γνώμονα, μέσω του οποίου μπορείς συνάμα να θέλεις αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος.”
β) Με αναφορά στο νόμο της φύσης:
“Πράττε σαν να έπρεπε ο γνώμονας της πράξης σου να γίνει με τη θέλησή σου καθολικός νόμος της φύσης.”
γ) Με αναφορά στον αυτοσκοπό:
“Πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπο σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντα ταυτόχρονα ως σκοπό και ποτέ ως μέσο.”
Τα πράγματα δεν έχουν ποτέ αξία παρά για μας. Τα πρόσωπα (λογικά όντα) έχουν αξία. π.χ. αυτός που αυτοκτονεί μεταχειρίζεται το πρόσωπο του σαν ένα μέσο και όχι σαν σκοπό. Αυτός που δίνει μια ψεύτικη υπόσχεση χρησιμοποιεί κάποιον άλλο άνθρωπο σαν μέσο.
δ) Με αναφορά στην αυτονομία:
“Πράττε μόνο έτσι ώστε η θέληση σου μέσω του γνώμονα της, να θεωρεί τον εαυτό της ταυτόχρονα ως καθολικό νομοθέτη.”
Μέσω αυτής της προσταγής καταλαβαίνουμε γιατί η υπακοή μας στο νόμο δε βασίζεται στην επιδίωξη κανενός συμφέροντος: υπακούμε στο νόμο γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε επιβάλει στον εαυτό μας (αρχή της αυτονομίας).
ε) Με αναφορά στο κράτος των σκοπών:
“Πράττε σαν να ήσουν πάντα, χάρη στους γνώμονες σου, ένα νομοθετικό μέλος του κράτους των σκοπών.”
Αφού, βάσει της γ’ κατηγορικής προσταγής, δε θεωρούμε τους άλλους ανθρώπους σαν μέσα, αλλά σαν σκοπούς καθ’ αυτούς, δημιουργείται ένας σημαντικός σύνδεσμος λογικών όντων με κοινούς αντικειμενικούς νόμους ή ένα βασίλειο που μπορεί να ονομαστεί “κράτος σκοπών” (στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα Ιδεώδες). Μέλος του κράτους αυτού είναι ένα έλλογο ον, που νομοθετεί καθολικά και επίσης αυτό υποτάσσεται στους νόμους του. Αρχηγός είναι επίσης ένα έλλογο ον, που ως νομοθέτης δεν υποτάσσεται στη θέληση κανενός, δηλαδή η ηθική του δύναμη είναι σύμμετρη με τη θέληση του.
Συνήθως η α’ κατηγορική προσταγή θεωρείται η πιο βασική. Κατά πόσο υπάρχει σχέση ταυτότητας ή αναλογίας μεταξύ των προσταγών αυτών, οι μελετητές διαφωνούν.
Κάθε λάθος ή παράβαση του καθήκοντος μας προϋποθέτει ότι έχουμε υποκύψει στις ροπές μας. Τη στιγμή όμως που παύουμε να σεβόμαστε τον ηθικό νόμο, δεν παύουμε να τον θεωρούμε σεβαστό. Απλώς θεωρούμε ότι κάνουμε μία εξαίρεση μόνο για μας (ή μόνο για μία φορά) για χάρη της ροπής μας.
Γ.- ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
Ο Καντ έγραψε δύο “Κριτικές”. Η πρώτη με τίτλο “Κριτική του Καθαρού Λόγου” και η δεύτερη με τίτλο “Κριτική του Πρακτικού Λόγου”. Δεν πρέπει όμως να θεωρήσουμε τις δύο αυτές έννοιες -καθαρός και πρακτικός- σαν αντίθετες. Απλώς, η μία έχει χρήση στο θεωρητικό πεδίο, ενώ στο πρακτικό πεδίο έχουμε την εμπειρική χρήση του λόγου. Ο καθαρός λόγος είναι καθ’ αυτός πρακτικός, μας δίνει δηλ. το νόμο πάνω στον οποίο στηρίζεται κάθε ηθικότητα.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ δύο σημαντικές ιδέες που προέρχονται από τη συνείδηση του καθήκοντος που έχουμε κοινή όλοι οι άνθρωποι. Αυτή μας δείχνει: α) από τη μία ότι ο λόγος μας είναι νομοθετικός β) από την άλλη ότι είμαστε ελεύθεροι, πράγμα που μας έδωσε και τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούμε τον “Καθαρό Λόγο”.
” Η αυτονομία της βούλησης είναι η μοναδική αρχή όλων των ηθικών νόμων και των καθηκόντων που αντιστοιχούν σ’ αυτούς.” – Καντ –
Ο Καθαρός Λόγος μπορεί να είναι Πρακτικός, μπορεί δηλαδή να καθορίσει τη Βούληση από μόνος του, ανεξάρτητα από κάθε εμπειρικό στοιχείο.
Δύο είναι τ’ αντικείμενα του Πρακτικού Λόγου: Το ΚΑΛΟ και το ΚΑΚΟ. Πρέπει όμως να διακρίνουμε το Καλό από το ευχάριστο και το Κακό από το δυσάρεστο, κατά τη δική μας πάντα άποψη. Το Καλό ή το Κακό είναι τέτοια μόνο στα μάτια του λόγου και δεν αναφέρονται στις αισθήσεις. ” Η έννοια του καλού και του κακού δεν πρέπει να καθορίζεται πριν από τον ηθικό νόμο παρά μονάχα μέσα απ’ αυτόν και μέσω αυτού.” –Καντ -Πρέπει πρώτα να τεθεί ο ηθικός νόμος για να καθοριστεί μέσω αυτού το καλό και το κακό. Υπάρχουν 2 σκόπελοι, σύμφωνα με τον Κάντ, στο να κρίνουμε το καλό και το κακό: ο εμπειρισμός και ο μυστικισμός. Ο πρώτος θεωρεί τις έννοιες του καλού και του κακού σαν έννοιες εμπειρικές. Ο δεύτερος χάνεται μέσα στο υπερβαίνον, παίρνοντας για πνευματικές εποπτείες αυτές που δεν είναι παρά σύμβολο. Αυτό που ο Καντ ονομάζει” Τυπικό της καθαρής πρακτικής κρίσης ” μας προφυλάσσει από το διπλό αυτό λάθος, δείχνοντας μας πως για τη χρήση των ηθικών εννοιών είναι ικανή μόνο η κρίση.
Σεβασμός
Όταν έχουμε τον ηθικό νόμο σαν κίνητρο παρεμποδίζονται αρχικά οι επιθυμίες μας και μας δημιουργείται ένα αίσθημα πόνου. Ο ηθικός νόμος έτσι γίνεται εμπόδιο του εγωισμού και της αλαζονείας. ” Ο ηθικός νόμος ταπεινώνει αναπόδραστα κάθε άνθρωπο, όταν αυτός συγκρίνει την τάση των αισθήσεων της φύσης του με το νόμο αυτό. Αλλά ο ηθικός νόμος βγάζει στην επιφάνεια την έννοια του ΣΕΒΑΣΜΟΥ.
“Ο σεβασμός προς το νόμο δεν αποτελεί κίνητρο της ηθικότητας -είναι η ίδια η ηθικότητα, που θεωρείται υποκειμενικά σαν κίνητρο.” – Καντ –
Ο ρόλος του σεβασμού συνίσταται στην αποδυνάμωση των δυσάρεστων συναισθημάτων που δημιουργούνται με την ταπείνωση της αλαζονείας. Είναι λοιπόν συναίσθημα αποκλειστικά ανθρώπινο. Υπάρχει μόνο όταν υπάρχει αγώνας, μία προσπάθεια προς το αγαθό. Συνδέεται ο σεβασμός στενά με την έννοια του καθήκοντος και της αξίας. Άξιοι για σεβασμό είμαστε όταν ενεργούμε από καθήκον. Πολλές αγαθές πράξεις πήγασαν από την επιθυμία να μην ξεπέσουμε στα ίδια μας τα μάτια.
“Τούτο είναι το αληθινό κίνητρο του καθαρού πρακτικού λόγου. Δεν είναι άλλο απ’ τον ίδιο τον καθαρό ηθικό νόμο…– Καντ-“
Ελευθερία
Η πρακτική ελευθερία, λέει ο Καντ, ότι είναι” η ανεξαρτησία της βούλησης από κάθε άλλο νόμο έξω από τον ηθικό νόμο.” Είμαι ελεύθερος, κατ’ αυτή την έννοια, σημαίνει ότι μπορώ να υπακούω στο λόγο. Αυτή η ελευθερία προϋποθέτει μία άλλη, που ο Καντ την ονομάζει “υπερβατική ελευθερία” και στην οποία γενικά εφαρμόζεται ο νόμος της ελεύθερης εκλογής.
Όμως τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά στον αισθητό και στο νοητό κόσμο. Κάθε πράξη που γίνεται σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, καθορίζεται απ’ ό,τι έχει γίνει τις προηγούμενες στιγμές. Η ανθρώπινη λοιπόν πράξη, όταν εκδηλώνεται στον κόσμο των φαινομένων δεν είναι ελεύθερη. Οι πράξεις μας συνδέονται αυστηρά σαν κρίκοι μιας αλυσίδας. Στο νοητό κόσμο όμως, που δεν υπόκειται στο χρόνο, τίποτε δεν προηγείται από τον καθορισμό της βούλησης του. Έτσι, μόνο αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο στο νοητό κόσμο βλέπουμε αν διάλεξε ελεύθερα. Π.χ. εκείνος στον οποίο αποδίδουμε κακό χαρακτήρα, θεωρείται την ίδια στιγμή ανεύθυνος και υπεύθυνος. Ανεύθυνος γιατί με το δεδομένο του κακού χαρακτήρα του δεν μπορεί να κάνει παρά το κακό. Υπεύθυνος όμως, γιατί το χαρακτήρα αυτόν τον διάλεξε με μία διαταγή της βούλησης του έξω από το χρόνο (στο νοητό κόσμο). Με βάση αυτό εξηγείται και η μετάνοια.
Δ.- ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΑΓΑΘΟ
Είναι το αντικείμενο της Διαλεκτικής του καθαρού πρακτικού λόγου. Το ανώτατο αγαθό ορίζεται σαν μία συμφωνία της αρετής και της ευτυχίας.
Ο Καντ χρησιμοποιεί για να ορίσει τη φύση αυτού του συνδέσμου δύο αντιπροσωπευτικές σχολές της αρχαιότητας: τους Επικούρειους και τους Στωικούς. “Ο Επικούρειος έλεγε: το να έχει κανείς συνείδηση του αξιώματος του που οδηγεί στην ευδαιμονία, αυτό είναι η αρετή. Ο Στωικός αντίθετα: το να έχει κανείς συνείδηση της αρετής του, να ποια είναι η ευδαιμονία.” – Καντ (σ. 120) -Αλλά και οι δύο θεωρούνται ελλείπεις κατά τον Καντ, αφού θεωρούν το ανώτατο αγαθό δίνοντας “βάρος” σε ένα από τα δύο συστατικά του. Σημασία έχει για το μεγάλο φιλόσοφο μόνο ο συνδετικός κρίκος αυτών των δύο εννοιών. Αυτός τους δίνει τη δύναμη τους.
Η έννοια του ανώτατου αγαθού προϋποθέτει κάποιους όρους προκειμένου να πραγματωθεί ολοκληρωτικά. Οι όροι αυτοί δεν μπορούν ν’ αποδειχθούν από το θεωρητικό λόγο, ο πρακτικός λόγος όμως τους απαιτεί. Τους ονομάζουμε γι’ αυτό α ι τ ή μ α τ α του πρακτικού λόγου. Αυτά τα αιτήματα είναι:
-
Η αθανασία της ψυχής. Μόνο η πίστη σ’ αυτό μας επιτρέπει να ελπίζουμε στην
κατάκτηση της αρετής. Έτσι δεχόμαστε την έννοια της ακατάπαυστης τελειοποίησης
του ανθρώπου, που γίνεται μόνο αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως λογικό ον, που
υπάρχει επ’ άπειρον. -
Η ύπαρξη του θεού. Μόνο ο θεός μπορεί να εξασφαλίσει στον άνθρωπο μία ευτυχία
ανάλογη της ηθικότητας του.
“Ευτυχία είναι η κατάσταση ενός λογικού όντος στον κόσμο, για το οποίο σ’ όλη τη ζωή του τα πάντα γίνονται σύμφωνα με την επιθυμία του και τη βούληση του.”-Καντ (σ. 134) –
Όλα αυτά βέβαια δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε με το θεωρητικό λόγο, εφόσον ξεφεύγουν από τα όρια της εμπειρίας. Η ψυχή, η ελευθερία και ο θεός δεν είναι αντικείμενα γνώσης, αλλά πίστης. Ο πρακτικός λόγος μας επέτρεψε να προχωρήσουμε μακρύτερα από τον θεωρητικό, άρα μπορούμε να διακηρύξουμε ” την υπεροχή του καθαρού πρακτικού λόγου σε σχέση με τον θεωρητικό.” – (σ. 129) –
Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνει ο Καντ στη “Θεμελίωση της Μεταφυσικής των Ηθών” (σ.83) δεν υπάρχει αντιδιαστολή θεωρητικού και πρακτικού λόγου. Είναι όπως οι δύο πλευρές ενός νομίσματος. Ο θεωρητικός λόγος έχει κάποιους περιορισμούς σε σχέση με τον πρακτικό, όπως είναι η ανάγκη απόδειξης, πιστοποίησης, συμβατότητας. Αλλά για τον Καντ, αυτό είναι και το μεγαλείο του θεωρητικού λόγου. Γιατί αν η γνωστική μας δυνατότητα έφθανε μέχρι τον
υπεραισθητό κόσμο δεν θα υπήρχε ηθικότητα. Τότε: ” Ο Θεός και η αιωνιότητα, με το τρομαχτικό τους μεγαλείο, θα βρισκόταν ακατάπαυστα μπροστά στα μάτια μας.” – (σ. 157) –
Ο άνθρωπος θα ενεργούσε τότε βέβαια, σύμφωνα με το νόμο, αλλά από φόβο ή ελπίδα και όχι από καθήκον. Θα εξαφανιζόταν έτσι η ιδέα της αγαθής βούλησης, που συνίσταται στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, του να μην γνωρίζει κανείς την τελευταία λέξη των πραγμάτων.
Πόσο Σωκράτη θα αντέχαμε σήμερα;
Ηθική νοημοσύνη – Το επίκτητο χάρισμα
Η ευδαιμονία στην αρχαία Ελλάδα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-” Η Μεταφυσική της θεμελίωσης των Ηθών” Ε. Καντ, Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ Αθήνα 1982
-” Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική” Ε.Καντ, Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα 1982
-” Συλλογή για να γνωρίσετε τη σκέψη του Καντ” εκδόσεις ΑΠΕΙΡΟΝ, Αθήνα 1977