Πάμπλο Πικάσο – Γκουέρνικα – 1937
Ένα έργο- επίθεση στον πόλεμο και το φασισμό, μια ιστορική πολιτική διαμαρτυρία. Γιατί όμως είναι τόσο συγκλονιστικός αυτός ο πίνακας;
Στις 26 Απριλίου 1937 φασιστικές δυνάμεις του Στρατηγού Φράνκο βομβαρδίζουν το βασκικό χωριό της Γκουέρνικα στη βόρεια Ισπανία. Για τον Πάμπλο Πικάσο, η τραγωδία πυροδότησε μια ξέφρενη δημιουργική περίοδο κατά την οποία δημιούργησε τη «Γκουέρνικα» ένα τεραστίων διαστάσεων αντιπολεμικό αριστούργημα. Τι κάνει το έργο τόσο χαοτικό;
Όπως ο ίδιος ο πόλεμος, έτσι και το έργο χαώνει το θεατή. Ο Πικάσο ήταν ο πρωτοπόρος του κυβισμού, ενός ρεύματος που δίνει έμφαση στις δύο διαστάσεις του καμβά, κάνοντας τις μορφές επίπεδες. Αυτό δίνει συχνά σοκαριστικές μορφές στα αντικείμενα, που φαίνονται ειδωμένα από πολλές προοπτικές (γι’ αυτό, για παράδειγμα, τα πρόσωπα εμφανίζουν ταυτόχρονα και τα δύο μάτια στο ίδιο σημείο). Στο συγκεκριμένο έργο, οι πολλές προοπτικές τονίζουν τη φρίκη του πολέμου, ασυνείδητα οδηγώντας τη ματιά στην περιφέρεια του καμβά, ικετεύοντας για λίγη ειρήνη.
Ας δούμε λίγο ποιες είναι οι τρομερές μορφές της Γκουέρνικα
Στα αριστερά μια γυναίκα κρατά το νεκρό της παιδί αφήνοντας μια κραυγή. Τα μάτια γλιστρούν από το πρόσωπό της στο σχήμα δακρύων, ενώ το κεφάλι της λυγίζει προς τα πίσω αφύσικα, όπως του παιδιού.
Από κάτω υπάρχει το άγαλμα ενός στρατιώτη, αλλά είναι ανίκανος να υπερασπιστεί τη μητέρα και το παιδί, καθώς το σώμα του είναι διαλυμένο σε κομμάτια. Το χέρι του κρατά ένα σπασμένο σπαθί, σύμβολο της υπέρτατης ήττας. Η άκρη του σπαθιού αγγίζει το πόδι μιας γυναίκας που προσπαθεί να ξεφύγει από την καταστροφή – αλλά το άλλο της πόδι μοιάζει καρφωμένο σε ένα σημείο, κλειδωμένο στη δεξιά κάτω μεριά του καμβά, ακόμη κι όταν τεντώνεται να το μετακινήσει. Πίσω από αυτή τη σκυφτή μορφή εμφανίζεται ένα άλλο θύμα, που πέφτει ανυπεράσπιστη στο έδαφος καθώς την πλησιάζουν οι φλόγες.
Όλες οι μορφές που πλαισιώνουν τον καμβά είναι παγιδευμένες, δίνοντας μια κλειστοφοβική αίσθηση. Μια πιθανή ανακούφιση έρχεται από ένα λυχνάρι. Το κρατά μια γυναίκα- φάντασμα, βγάζοντάς το έξω από το παράθυρό της. Αλλά είναι όντως το λυχνάρι αυτό που φωτίζει τη σκηνή; Ή μήπως είναι η οδοντωτή λάμπα, σύμβολο της τεχνολογίας του πολέμου, αυτή που φωτίζει το χάος από κάτω; Η γυναίκα με τη λάμπα οδηγεί με το χέρι της το θεατή πίσω στη συμπλοκή, στο ίσως πιο αμφιλεγόμενο από όλα τα σύμβολα: δύο στοιχειωμένα ζώα στο μέσο της καταστροφής. Μήπως το άλογο που στριγκλίζει συμβολίζει την απειλή του Φράνκο; Ή μήπως το καρφί που διαπερνά το σώμα του δείχνει την αθωότητά του; Μήπως ο λευκός ταύρος συμβολίζει την Ισπανία, τη χώρα των ταυρομάχων; Ή μήπως είναι η προσωποποίηση της βαναυσότητας του πολέμου;
Πέρα από τις διάφορες ερμηνείες, ο πίνακας δονεί από πόνο και καταστροφή, μια κραυγή υπενθύμισης του πραγματικού προσώπου της βίας και των θυμάτων της.
Δείτε επίσης:
Κλωντ Μονέ – Νούφαρα – 1915-1926
Έντγκαρ Ντεγκά – Πρόβα Μπαλέτου επί σκηνής (1874)
Ο γάμος των Αρνολφίνι – Γιαν Βαν Άικ (1434)
Η εμμονή της Μνήμης – Σαλβαδόρ Νταλί (1931)
Η Κραυγή – Έντβαρτ Μουνκ (1893)